Χαλάσματα,
όπου τις νύχτες κραυγάζουν κουκουβάγιες, έχουν απομείνει, μαζί με δύο
επιτύμβιες πλάκες, για να θυμίζουν τον μεγάλο χαλασμό. Δεξιά κάτω, ο
Παναγιώτης Τσάγκας, 14χρονος αυτόπτης μάρτυς στις 17/10/1941, με τη
σύζυγό του. «Συγκέντρωσαν με βία στην πλατεία όλους τους αρσενικούς»,
θυμάται.
Επί
πολλά χρόνια τα παιδάκια σε ένα ορεινό χωρίο των Σερρών, τα Κερδύλλια,
στον Στρυμονικό Κόλπο, νόμιζαν ότι οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο φορούν
μόνο μαύρα ρούχα. Αυτό έβλεπαν στο χωριό τους, μαυροφορεμένες τις
αδερφές, τις μάνες, τις συγχωριανές, έτσι πίστευαν ότι γίνεται παντού.
Και ξαφνιάζονταν όταν αργότερα αντίκριζαν πολύχρωμα φορέματα και
μαντίλες.
Οι
γυναίκες στα Κερδύλλια, εκτός από μαυροφόρες, δεν γεννούσαν, και έτσι
το μόνο κλάμα που ακουγόταν ήταν το μοιρολόι τους στον τόπο όπου άφησαν
την τελευταία τους πνοή οι άντρες τους, τα αδέρφια, οι πατεράδες, όλοι
οι άρρενες ηλικίας δεκαπέντε έως 65 χρόνων. Διακόσιοι τριάντα ένας στον
αριθμό, χτυπημένοι από τις σφαίρες του γερμανικού αποσπάσματος στην
πλατεία του χωριού. Οι Γερμανοί, αφού εξόντωσαν το ανδρικό στοιχείο,
έβαλαν φωτιά και έκαψαν όλα τα σπίτια του χωριού.
Τα
Κερδύλλια έσβησαν από τον χάρτη, καθώς οι εναπομείναντες κάτοικοι,
γυναίκες, παιδιά, υπερήλικες, προτίμησαν να το εγκαταλείψουν για πάντα
και, σήμερα, με ένα άλλο χωριό στη Γαλλία, όπου οι Γερμανοί σκότωσαν
τους εξακόσιους κατοίκους του, είναι τα μοναδικά στην Ευρώπη που δεν
κατοικήθηκαν ξανά.
Το
βιολογικό ρολόι όσων επέζησαν –των γυναικόπαιδων και ελάχιστων ανδρών
που έτυχε να απουσιάζουν δηλαδή– άλλαξε στις 3.30 τα ξημερώματα στις 17
Οκτωβρίου του 1941, όταν τμήματα του γερμανικού στρατού εισήλθαν στους
δύο οικισμούς, απέχοντες γύρω στα δύο χιλιόμετρα στη δασοσκεπή πλαγιά,
τα Ανω και Κάτω Κερδύλλια. Δεν είχε προηγηθεί κάποια αιματηρή συμπλοκή
γερμανικών δυνάμεων και αντιστασιακών ομάδων που στην περιοχή βρίσκονταν
ακόμα στα σπάργανα, πασχίζοντας να αρπάξουν κάποια όπλα από σταθμούς
της χωροφυλακής για να μπορούν να προβούν σε επιθέσεις, ώστε να δοθεί η
αφορμή για τόσο σκληρά αντίποινα.
Η
καταγγελία ενός καλόγερου γειτονικής μονής στις γερμανικές αρχές ότι
τον λήστεψε κάποιο αμφιλεγόμενο άτομο από τα Κερδύλλια, που μπορεί να
σχετιζόταν με κάποιους άλλους κατοίκους για τους οποίους υπήρχαν φήμες
ότι είχαν βγει στο βουνό, φαίνεται ότι υπήρξε η αφορμή για να στείλουν
το μήνυμα οι κατοχικές δυνάμεις. «Ορμησαν στα σπίτια με φακούς και
συγκέντρωσαν με βία στην πλατεία όλους τους αρσενικούς», αφηγείται στην
«Κ» ο 90χρονος σήμερα Παναγιώτης Τσάγκας, που ήταν τότε μόλις 14 χρόνων.
«Ο
πατέρας μου ήταν πρόεδρος της κοινότητας και απουσίαζε στη Θεσσαλονίκη
για να ζητήσει από τον στρατιωτικό διοικητή των Γερμανών έλεος για το
χωριό. Με έβαλαν κι εμένα στη γραμμή, αλλά ένας συνταγματάρχης με ρώτησε
πόσων χρονών είμαι και, όταν του απάντησα, μου είπε να πάω στη μάνα
μου. Προτού προλάβω να απομακρυνθώ, έπεσε μια φωτοβολίδα από τα Ανω
Κερδύλλια που αποτελούσε το σήμα ότι ήταν και εκεί έτοιμοι οι Γερμανοί
να αρχίσουν τις εκτελέσεις. Τους σκότωσαν όλους με πολυβόλα. Μετά
άρχισαν να καίνε τα σπίτια και προς το απόγευμα ένας πυκνός μαύρος
καπνός κάλυπτε την πλαγιά».
Οι
γυναίκες και οι γέροντες ανέλαβαν το βαρύ φορτίο του ενταφιασμού των
δικών τους ανθρώπων και, μέχρι το τέλος της Κατοχής και του Εμφυλίου,
παρέμειναν στο κατεστραμμένο χωριό φροντίζοντας τους νεκρούς τους ή
σκόρπισαν σε συγγενείς και φίλους στην ευρύτερη περιοχή. Δεν ήταν εύκολο
να συνεχίσουν εκεί τη ζωή τους, σε έναν τόπο που θα τους θύμιζε τον
εφιάλτη που έζησαν, και έτσι στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το κράτος
τούς έχτισε σπίτια στην ακτή του Στρυμονικού όπου δημιουργήθηκαν τα
σημερινά Νέα Καρδύλλια.
Ο
δικηγόρος της περιοχής Δημήτρης Γαρούφας λέει πως θα πρέπει η Γερμανία
να αναστηλώσει το χωριό, όχι για να κατοικηθεί εκ νέου, αλλά για να
γίνει μουσείο που θα θυμίζει τη βαρβαρότητα των ναζί. Ο δημοτικός
σύμβουλος Κωνσταντίνος Ψαράς τονίζει πως το θέμα έχει και την ηθική του
πλευρά και γι’ αυτό θα πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Μόνο οι κουκουβάγιες
Μερικά
χαλάσματα, όπου τις νύχτες κραυγάζουν κουκουβάγιες, έχουν απομείνει,
μαζί με δύο επιτύμβιες πλάκες, στους δύο αφανισμένους οικισμούς, για να
θυμίζουν τον μεγάλο χαλασμό. Οι παλαιότεροι θυμούνται πως τους
ελάχιστους που επέζησαν, μετά την απελευθέρωση στα πανηγύρια στα γύρω
χωριά τούς έβαζαν, σε ένδειξη τιμής, να σέρνουν πρώτοι τον χορό.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΖΙΜΑΣ
kathimerini.gr