Ωστόσο, με δεδομένη τη θέση του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι η Αθήνα είναι υπέρ της εισόδου των Σκοπίων στην ΕΕ, εύλογα προέκυψε το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο: Άραγε, η κυβέρνηση ήταν υπέρ της τακτικής του διαχωρισμού των υποψηφιοτήτων των Σκοπίων και της Αλβανίας; Πόσο μάλλον, όταν είχε διαφανεί προηγουμένως ότι ήταν υπέρ της εξέτασης από κοινού των υποψηφιοτήτων των δυο χωρών.
Το θέμα δεν είναι “τεχνικό”. Έχει να κάνει με την ουσία. Κι’ αυτό, διότι, ανεξαρτήτως της θέσης που θα κρατούσε η Γαλλία, στην περίπτωση της ξεχωριστής υποψηφιότητας των δυο χωρών, τα Σκόπια συγκέντρωναν πολύ περισσότερες πιθανότητες να πάρουν το “εισιτήριο” της έναρξης της ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ. Κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί να έπαιρνε ημερομηνία ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την ΕΕ από το 2025 ή 2027 και μετά. Αντίθετα, στο σενάριο της εξέτασης της κοινής υποψηφιότητας Σκοπίων – Τιράνων, ήταν βεβαία η εναντίωση αρκετών κρατών – μελών της ΕΕ στην Αλβανία. Άρα, αυτομάτως αποκλείονταν και τα Σκόπια.
Ως εκ τούτου, παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι ισχυρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολούθησε πειθήνια τις κωλοτούμπες της Γερμανίας. Δηλαδή, ότι ενώ αρχικά, όπως υποστηρίζουν κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ, “είχε ταυτιστεί με τη γερμανική γραμμή υπέρ της διασύνδεσης των υποψηφιοτήτων Βόρειας Μακεδονίας και Αλβανίας”, στη συνέχεια, “όταν το Βερολίνο άλλαξε θέση και στήριξε το decoupling, τον διαχωρισμό των δύο υποψηφιοτήτων, μόνο τότε και ο κ.Μητσοτάκης είπε “ναι” για τη Βόρεια Μακεδονία”.
Ανεξαρτήτως του τι συνέβη - κάτι που πρέπει να διευκρινίσει επαρκώς η κυβέρνηση - είναι τουλάχιστον επιπόλαιο να χαράσσεται η εξωτερική πολιτική της χώρας με γνώμονα τις εκάστοτε ορέξεις του Βερολίνου, της Ουάσιγκτον, κ.ο.κ.. Πόσο μάλλον, να αποφεύγει η Αθήνα να διατυπώσει σαφή, τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη άποψη για την βαλκανική γειτονιά, η οποία είναι του άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος, και να κρύβεται πίσω από την Γαλλία ή το όποιο άλλο μέλος της ΕΕ.
Υπάρχει και κάτι άλλο πολύ πιο σοβαρό: Με τις θολές θέσεις της σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών και την ενταξιακή πορεία των Σκοπίων, η κυβέρνηση κινδυνεύει να δικαιώσει τον πρώην υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά, ο οποίος επανειλημμένως έχει πει ότι η Νέα Δημοκρατία επιθυμούσε τη Συμφωνία κι’ ας μην το έλεγε, επειδή δεν ήθελε να φανεί ανακόλουθη στους ψηφοφόρους της, καθώς και ότι οι Πρέσπες βολεύουν τη σημερινή κυβέρνηση.
Σενάρια εκλογών
Τώρα που εξαγγέλθηκαν εκλογές στα Σκόπια για τον Απρίλιο του 2019, και αυξάνονται οι πιθανότητες να τις χάσει ο Ζόραν Ζάεφ, και να αναδειχθεί ενδεχομένως κυβέρνηση το σκληρό στις θέσεις του για το ονοματολογικό, εθνικιστικό κόμμα, VMRO, η ελληνική κυβέρνηση κινδυνεύει να βρεθεί συρόμενη πίσω από τα γεγονότα.
ΤΟ VMRO, παρ’ ότι άγεται και φέρεται από τις ξένες μεγάλες δυνάμεις, και ουδείς πιστεύει ότι θα καταργήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, εξαιτίας των ακραίων εθνικιστικών κορώνων του στο ονοματολογικό, θα βρεθεί παγιδευμένο στη συνθηματολογία του.
Ακόμα, λοιπόν, κι’ αν δεν καταγγείλει τη Συμφωνία, θα προσπαθήσει να την υπονομεύσει προς τέρψιν του εσωτερικού ακροατηρίου του. Έτσι, είναι πολύ πιθανό να μην εφαρμόζει ούτε καν τα αυτονόητα των Πρεσπών.
Πως θα συμπεριφερθεί σε μια τέτοια περίπτωση η κυβέρνηση; Θα επιλέξει να κρύβεται πίσω από την “αδιαλλαξία” των Σκοπιανών; Θα καταγγείλει η ίδια τη Συμφωνία των Πρεσπών, με πιθανή συνέπεια η Ελλάδα να θεωρηθεί ο αποκλειστικά υπαίτιος του αδιεξόδου και να επιρριφθούν πάνω της όλες οι ευθύνες (blame game);
Αν, από την άλλη, επανεκλεγεί ο Ζάεφ, ποια πολιτική θα ακολουθήσει η Αθήνα απέναντί του; Θα προωθήσει, άραγε, την ξεχωριστή υποψηφιότητα των Σκοπίων στην ΕΕ; Διότι, η Αλβανία μάλλον δεν πρόκειται να δει σύντομα ευρωπαϊκή υποψηφιότητα.
Δύσκολη εξίσωση για τη σημερινή κυβέρνηση.
Το VMRO
Άξιον ιδιαίτερης σημασίας, πάντως, είναι ότι οι Σκοπιανές πολιτικές ηγεσίες, είτε είναι του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος του Ζόραν Ζάεφ, είτε του VMRO, είναι υπέρ τόσο της ένταξης στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΕ. Η κύρια διαφορά τους, τουλάχιστον όπως ευαγγελίζονται, είναι η Συμφωνία των Πρεσπών.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του αντιπροέδρου του VMRO-DPMNE, Αλεξάνταρ Νικόλοσκι, ήδη από τον Ιούνιο του 2019: “Μέχρι τώρα – έλεγε - οι οχτώ θετικές συστάσεις της ΕΕ δεν μετατράπηκαν σε έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων εξαιτίας της αντίθεσης της Ελλάδας σχετικά με το ζήτημα της ονομασίας και της άσκησης βέτο εκ μέρους της. Πέρυσι ο Ζάεφ και ο Ντιμιτρόφ συναίνεσαν στην επαίσχυντη Συμφωνία των Πρεσπών για την μετονομασία της “Μακεδονίας”. Ωστόσο και παρά την υπογραφή της συμφωνίας, δεν υπήρξε ημερομηνία έναρξης, παρότι αυτή ήταν η υπόσχεση που είχαν δώσει οι Ζάεφ και Ντιμιτρόφ. Πέρυσι, ψεύδονταν ότι υπάρχει ημερομηνία έναρξης. Και φέτος, δυστυχώς, δεν θα υπάρξει ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Δηλαδή, αν και δεν υπάρχει το πρόβλημα με την Ελλάδα, δεν θα υπάρξει ούτε ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ».
Εκτιμάται ότι σε περίπτωση που ανέλθει στην κυβέρνηση το VMRO, θα επιχειρήσει μεν να τορπιλίσει τη Συμφωνία – κάτι, βέβαια, που εξαρτάται από το πόσο σκληρά θα τους τραβήξει το αυτί ο ξένος και ειδικά ο αμερικανικός παράγων – αλλά ταυτόχρονα θα συνεχίσει τις προσπάθειες για ένταξη στην ΕΕ.
Η ΕΕ, όμως, έχει κατηγορηματική θέση ότι δεν θα μπει κανείς στο κλάμπ της εάν προηγουμένως δεν έχει λύσει τα προβλήματά του με τους γείτονές του. Και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά στα Σκόπια. Από την άλλη, ωστόσο, ουδείς ξεχνά ότι όσο διαιωνιζόταν εδώ και τριάντα χρόνια το ονοματολογικό και δεν λυνόταν, συστηματικά μεθοδευόταν από ορισμένες μεγάλες δυνάμεις (π.χ. ΗΠΑ, Γερμανία) η είσοδος των Σκοπίων από την πίσω πόρτα σε ΕΕ και ΝΑΤΟ.
Είναι, λοιπόν, αποφασισμένη η σημερινή ελληνική κυβέρνηση, ειδικά μάλιστα εάν εκλεγεί το VMRO, να μηδενίσει το κοντέρ και Αθήνα και Σκόπια να ξεκινήσουν από την αρχή διαπραγματεύσεις για μια νέα Συμφωνία επί του ονοματολογικού; Τότε, μένει να φανεί πραγματικά αν η Νέα Δημοκρατία επιθυμούσε διακαώς ενδόμυχα μια συμφωνία τύπου Πρεσπών, όπως την κατηγορούν, ή εάν αυτά που έλεγε στον κόσμο της τα εννοεί.
Εάν η ελληνική κυβέρνηση δεν ζητήσει επανεκκίνηση από μηδενική βάση, τότε το πιθανότερο είναι ότι οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες θα επιδοθούν εκ νέου σε ροκάνισμα του διπλωματικού χρόνου και κρυφτούλι αυτή τη φορά πίσω από το “αδιάλλακτο” VMRO. Κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι μπαίνει ταφόπλακα δια παντός στο ονοματολογικό.
Βαλκανικά ανέκδοτα
Η κυβέρνηση επιβάλλεται να επεξεργαστεί και να διαμορφώσει συντεταγμένη και ολοκληρωμένη βαλκανική πολιτική, που θα αναδείξει στην πράξη – και όχι στα λόγια – την Ελλάδα ως την πρωτοπόρο δύναμη στα Βαλκάνια. Και κρυπτόμενη τη μια πίσω από τη Γερμανία και την άλλη πίσω από τη Γαλλία, την Ολλανδία και τη Δανία, δεν δείχνει να διεκδικεί έναν τέτοιο ρόλο.
Άραγε, πως θα πετύχει τέτοιους στόχους, όταν η Αθήνα έχει βάλει στην “κατάψυξη” τις τριμερείς και τετραμερείς με βαλκανικές χώρες; Γιατί αφήνει ανοικτό το πεδίο σε άλλες δυνάμεις να δράσουν; Γιατί σταμάτησε τις επαφές με τις χώρες του Βίζεγκραντ;
Εάν συνεχίσει έτσι, σύντομα θα αποτελεί ανέκδοτο ο διακηρυγμένος στόχος της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα θα διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίλυση του Κοσοβαρικού ζητήματος. Παραείναι βαθιά τα νερά εκεί για να κολυμπήσει κάποιος που δεν έχει αποφασίσει ακόμα ούτε καν τι θα κάνει με τα Σκόπια.
Ευρωπαϊκή Βαβυλωνία
Για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ το πιθανότερο ήταν ότι τα Σκόπια δεν θα έπαιρναν το πολυπόθητο – για τον Ζάεφ και Δημητρόφ – ευρωπαϊκό “διαβατήριο”. Από την αρχή του καλοκαιριού ήταν σχεδόν βέβαιον.
Ο Γάλλος πρέσβης στα Σκόπια, Κριστιάν Τιμονιέ, δεν θα μπορούσε να το πει πιο καθαρά ότι ούτε και τον Οκτώβριο θα έπαιρναν τα Σκόπια το εισιτήριο. “Γιατί επιμένετε τόσο με αυτή την ημερομηνία;”, απάντησε τον Ιούνιο κιόλας, σε ερώτηση που του ετέθη. Και πρόσθεσε: “Έχετε τόσα πολλά προβλήματα. Είναι παράλογο να ζητάτε ημερομηνία για διαπραγματεύσεις αυτή την περίοδο, διότι έχετε αναρίθμητα προβλήματα. Θα χρειαστεί να δουλέψετε πολύ ακόμη για να είσαστε έτοιμοι για χορήγηση ημερομηνίας. Μου είναι περίεργη αυτή η εμμονή σας με την ημερομηνία”.
Και σε άλλη ερώτηση γιατί η Σερβία και το Μαυροβούνιο έχουν λάβει ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων και όχι τα Σκόπια, απάντησε: “Εμείς κάναμε μια φορά βλακώδη κίνηση, αλλά δεν θα το κάνουμε δεύτερη φορά. Οι θέσεις ότι ξεκινάμε διαπραγματεύσεις για την είσοδο στην ΕΕ, και θα μεταρρυθμιστούμε ενόσω διαπραγματευόμαστε, δεν στέκουν πλέον. Δεν πρόκειται να συμβεί αυτό. Πρέπει να το αντιληφθείτε”.
Ως γνωστόν, η έκθεση της Κομισιόν που πρότεινε το άνοιγμα των ενταξιακών διαδικασιών για Σκόπια και Αλβανία, δημοσιοποιήθηκε φέτος την Άνοιξη. Αμέσως εκδηλώθηκαν οι ήδη γνωστές από το 2018 διαφωνίες ανάμεσα σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η Γαλλία από πέρυσι ήταν κατηγορηματικά αντίθετη για τα Σκόπια.
Η Ολλανδία ούτε που ήθελε να ακούει για Αλβανία.
Το ίδιο συνέβαινε και με τη Βρετανία, ειδικά στην περίπτωση της Αλβανίας, αλλά το Λονδίνο τώρα ήταν απασχολημένο με το Brexit.
Η Γερμανία, ήταν ναι μεν αλλά. Η Μέρκελ ήθελε, αλλά ήταν διστακτική τόσο εξαιτίας αντιδράσεων στο κόμμα της, όσο και για να μην τα σπάσει με τον Μακρόν.
Οι ΗΠΑ ήθελαν την έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας και μάλιστα δια στόματος του Μάθιου Πάλμερ, απεσταλμένου της Ουάσιγκτον για τα Δυτικά Βαλκάνια, έλεγαν ότι “σε περίπτωση που η ΕΕ δεν ορίσει ημερομηνία για διαπραγματεύσεις τον Ιούνιο, αυτό θα συμβεί τον Ιούλιο ή τον Οκτώβριο” του 2019. Έπεσε έξω!
Η Ιταλία, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα στα Βαλκάνια, όπου ήδη έχει κάνει διείσδυση, ήταν υπέρ του πακέτου έναρξης των συνομιλιών με Σκόπια και Αλβανία. Συνολικά, το πράσινο φως ζητούσε ομάδα 13 χωρών, από την Ιταλία έως την Πολωνία. Προέτασσαν, δε, το επιχείρημα ότι, αν δεν δώσει η ΕΕ ό,τι έχει υποσχεθεί, ειδικά στα Σκόπια, μετά και τη Συμφωνία των Πρεσπών, διακυβεύεται η αξιοπιστία της ΕΕ.
Οι θιασώτες της έναρξης των διαπραγματεύσεων υποστήριζαν και εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η ένταξη των δύο χωρών θα διατηρήσει την ισχυρή επιρροή της ΕΕ στην νοτιοανατολική πτέρυγα της Ευρώπης στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με άλλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία. Τα δύο άλλα βαλκανικά κράτη, η Σερβία και το Μαυροβούνιο βρίσκονται ήδη σε διαπραγματεύσεις εδώ και χρόνια, αν και το μέλλον είναι άγνωστο.
Ο “μουτζούρης” των Βαλκανίων
Τελικώς, το βέτο, όπως ήταν αναμενόμενο – και άπαντες το γνώριζαν πάρα πολύ καλά και στην ελληνική κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση – ήλθε από το Παρίσι. Εξάλλου, από πέρυσι τίποτε δεν προμήνυε την αλλαγή της στάση της Γαλλίας. Είναι ενδεικτικό ότι η πρώην υπουργός Εξωτερικών, Ναταλί Λουαζώ, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για τις ευρωεκλογές δεσμευόταν ότι θα ανακόψει την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών.
Βέβαια, το κωμικοτραγικό είναι, όπως αναφέρουν καλά πληροφορημένοι διπλωματικοί κύκλοι, ότι το 2017 υψηλόβαθμοι παράγοντες του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών εξέπεμπαν το μήνυμα ότι το Παρίσι είναι υπέρ της ενταξιακής διαδικασίας των Σκοπίων στην ΕΕ, αλλά επουδενί συζητά την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ. Τώρα, αντίθετα, η Γαλλία ψηφίζει την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και μπλοκάρει την ευρωπαϊκή προοπτική. Ευρωπαϊκή Βαβυλωνία!
Ο πραγματικός λόγος, βέβαια, δεν είναι ότι το Παρίσι θέλει να κλείσει την πόρτα, ιδιαιτέρως στα Σκόπια. Για την Αλβανία, οπωσδήποτε, είναι ανένδοτα πάρα πολλά κράτη – μέλη της ΕΕ, εξαιτίας της εγκληματικότητας, του οργανωμένου εγκλήματος, της απίστευτης διαφθοράς, και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το τελευταίο το προσθέτει μονίμως η Ελλάδα.
Τα Σκόπια απλά είναι ο “μουτζούρης” που πληρώνει την κόντρα ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία. Από τη μια ο Μακρόν υποστηρίζει ότι η ΕΕ έχει φτάσει στα όριά της, όπως έδειξε και η οικονομική και κοινωνική κρίση, και κατά συνέπεια, πρώτα πρέπει να γίνει η εσωτερική μεταρρύθμιση στην Ευρώπη, ώστε να μπορεί να κυβερνηθεί πιο αποτελεσματικά, και κατόπιν να εξεταστεί το ενδεχόμενο διεύρυνσής. Από την άλλη, η Μέρκελ που πιέζεται από ισχυρότατους γερμανικούς πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους να μην δεχτεί το “κοινωνικό πακέτο” Μακρόν, όπως ονομάστηκε.
Στην πραγματικότητα, η τελευταία πράξη του αποκλεισμού των Σκοπίων από την ΕΕ δεν ήταν παρά μια μικρή λεπτομέρεια στο παζάρι Παρισίων – Βερολίνου για μια ισόρροπη σχέση εξουσίας μεταξύ τους και όχι για μια Ευρώπη με γερμανική σφραγίδα. Στο πλαίσιο αυτό, πάντως, ήδη ο Γάλλος πρόεδρος έλαβε σοβαρά ανταλλάγματα κατά τη σύσταση της νέας Κομισιόν.
http://www.antinews.gr/