31.-Η
Ακαδημία Αθηνών συζήτησε το επίμαχο ζήτημα της ονομασίας της FYROM σε
κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίασή της στις 11 Νοεμβρίου 2004.Τα
κυριότερα αποσπάσματα της απόφασης της Ακαδημίας τα παρουσίασε το
«ΠΑΡΟΝ» τις 27/07/2008. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, η απόφαση εστάλη
στον τότε υπουργό Εξωτερικών Πέτρο Μολυβιάτη.
Στο ιστορικό, απόρρητο
κείμενό της η Ακαδημία υπογραμμίζει ότι οποιαδήποτε άλλη ονομασία, πλην
των δύο προαναφερθεισών, δεν επιλύει το πρόβλημα, αλλά αντίθετα το
περιπλέκει.
Ειδικότερα, η Ακαδημία απορρίπτει κατηγορηματικά τους
λεγόμενους γεωγραφικούς προσδιορισμούς «Βόρεια» ή «Άνω» Μακεδονία,
διότι, όπως επισημαίνει, «δημιουργούν συνειρμούς εκθρεπτικούς
διεκδικήσεων εκ μέρους των Σκοπίων επί του συνόλου της συνολικής Δυτικής
Μακεδονίας».
Τα κυριότερα αποσπάσματα αυτής της απόρρητης ιστορικής
απόφασης της Ακαδημίας Αθηνών έχουν ως εξής:
32.-Η
Ακαδημία Αθηνών συνεζήτησε εισήγηση μέλους της με θέμα την
καταλληλότερη ονομασία της πρώην γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας της
Μακεδονίας, προ ημερησίας διατάξεως, κεκλεισμένων των θυρών, την 11η
Νοεμβρίου 2004. Η εν λόγω εισήγηση περιλαμβάνει τρία μέρη:
1) Μακεδονία
και «Μακεδονία».
2) Η πολιτική εκμετάλλευση των ονομάτων «Μακεδονία» και
«Μακεδόνες».
3)Κρίσεις για τις προτεινόμενες λύσεις.
Το τελευταίο μέρος
έχει ως εξής:
α. «Βόρεια Μακεδονία» και «Άνω Μακεδονία».
Και ο ένας και ο άλλος όρος, πρώτον, αυτομάτως εξυπονοεί τμήματα μιας
ψευδο-«Μακεδονίας» (βλ. μέρος 1) και, δεύτερον, θα διαιωνίσει τις
συγχύσεις που ήδη επικρατούν σε ευρείας διαδόσεως πληροφορικά όργανα,
όπως οι εγκυκλοπαίδειες και το διαδίκτυο (βλ. μέρος 2).
Ο όρος «Άνω
Μακεδονία» είναι φευκτέος και για ειδικούς λόγους, συνδεόμενους με την
ιστορία του. Κατά την αρχαιότητα, σήμαινε περιοχή που αντιστοιχεί με
τους σημερινούς νομούς Κοζάνης, Γρεβενών, Καστοριάς και Φλωρίνης και
όπου περιορίζονταν οι Μακεδόνες πριν εξαπλωθούν στην πεδινή Μακεδονία.
Αυτά μαρτυρούνται από τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη και επαναλαμβάνονται
στην επιστημονική βιβλιογραφία.
Κατατέθηκαν φωτοαντίγραφα των σχετικών
χωρίων των αρχαίων συγγραφέων, καθώς και των σελίδων 227 κεξ. της
κλασικής μονογραφίας της Φανούλας Παπάζογλου, «Villes de Macedoine a
I’epoque romaine», 1988, όπου σχολιάζονται οι αρχαίες μαρτυρίες και τα
συμπεράσματα των νεωτέρων ερευνητών.
Όπως είναι φανερό, η ομωνυμία «Άνω
Μακεδονία» για το κράτος των Σκοπίων και «Άνω Μακεδονία» για τμήμα της
γνήσιας Μακεδονίας, και δη το αρχαιότερό του, θα δημιουργεί συνειρμούς
εκθρεπτικούς διεκδικήσεων εκ μέρους των Σκοπίων επί του συνόλου της
ελληνικής Δυτικής Μακεδονίας.
β. «Νέα Μακεδονία».
Η ονομασία «Νέα Μακεδονία» είναι η ολιγότερο επιβλαβής λύση. Ναι μεν
διατηρεί το όνομα «Μακεδονία», αίρει όμως τις πλείστες από τις επιζήμιες
επιπτώσεις του. Πρώτον, «Νέα Μακεδονία» δεν είναι η Μακεδονία, όπως το
Νέο Ψυχικό δεν είναι το Ψυχικό. Δεύτερον, κόβει την ιστορική συσχέτιση
του κράτους των Σκοπίων με την αρχαία Μακεδονία και τη γεωγραφική
ταύτισή του με μέρος της γνήσιας Μακεδονίας. Τρίτον, τερματίζει τη
συστέγαση πληροφοριών για την αρχαία (και συνάμα σημερινή ελληνική)
Μακεδονία και για τη «Μακεδονία» του 19ου αιώνα (κατά ένα μέρος της,
αλλότρια προς την αρχαία Μακεδονία).
Λεξικά και διαδίκτυο θα έχουν δύο
λήμματα χωριστά, και απομακρυσμένα μεταξύ τους: «Macedonia» και «New
Macedonia», «Macedoine» και «Nouvelle Macedoine», «Mazedonien» και
«Neu-Mazedonien» και ούτω καθεξής.
Κατά την επακολουθήσασα συζήτηση, ο
εισηγητής και οι περισσότεροι από τους παρεμβάντες συμφώνησαν να
αποφευχθεί η δημοσιοποίηση της εισηγήσεως και των διαμειφθέντων, αλλά να τεθούν υπόψη των αρμοδίων, τηρουμένων των εξής αρχών:
Η Ακαδημία δεν διατυπώνει λόγον εις τα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Εν τούτοις, έχει εκ τουΝ.4398/1929 (εισαγωγή
και άρθρο 1γ) το προνόμιο και το χρέος να εισηγείται στην κυβέρνηση επί
ζητημάτων μείζονος σημασίας.
Επί της ουσίας, και η Ακαδημία φρονεί ότι
έχει επιστεί ο καιρός προς επίλυσιν του προβλήματος και ότι η παράταση
της εκκρεμότητος όχι μόνον δεν ωφελεί, αλλά αποβαίνει οσημέραι
βλαπτικότερη. Υπό την παρούσα συγκυρία, η Ελλάς δεν μπορεί να απαιτήσει
τη λύση που αποφασίσθηκε από τους πολιτικούς αρχηγούς το 1992. Βάσει της
εισηγήσεως, η ολιγότερον βλαπτική ονομασία είναι «Νέα Μακεδονία», ει
δυνατόν σε μία λέξη: «Novomakedonija».
Η Ακαδημία, λαμβάνοντας υπόψη τα μέρη 1 και 2 της εισηγήσεως,
διατυπώνει την ευχή να χαραχθεί από την Πολιτεία μακροχρόνιο σχέδιο προς
αντιμετώπιση της οικειοποιήσεως εκ μέρους της FYROM μέρους της
ημετέρας ιστορίας και των, βάσει αλυτρωτικών συνθημάτων, διεκδικήσεών
της επί εδαφών συνεχώς κατοικουμένων από Έλληνες επί τέσσερες χιλιετίες.
Η Ακαδημία, εάν κληθεί, θα συνεργασθεί επί καθαρώς επιστημονικού
επιπέδου.
33.-Σημερινή
κατάσταση Ο διεθνής παράγων (κυρίως ΗΠΑ και ΕΕ) τάσσεται υπέρ της
σταθερότητος στην περιοχή και σ’ αυτό -νομίζει- θα συνέβαλε το κλείσιμο
του θέματος μ’ ένα όνομα που πιστεύεται ότι δίδει βιωσιμότητα στο κράτος
των Σκοπίων. Γεγονός είναι ότι δεν μπορείς να επιτύχεις την ονομασία
ενός κράτους κατά την επιθυμία σου και το Δ. Δίκαιον δεν συνηγορεί σ’
αυτό.
Όμως και το κράτος των Σκοπίων, αν όντως επιθυμεί την ειρήνη στην
περιοχή, δεν μπορεί με την αδιαλλαξία του να διαταράσσει τους όρους
καλής γειτονίας και συνεργασίας με τον κυριότερο γείτονά του.
Γιατί επί
του θέματος να φαίνεται στα μάτια τρίτων η Ελλάδα ως «ταραξίας» και όχι
τα Σκόπια;
Ίσως διότι δεν καταστήσαμε σαφές στους τρίτους το «δίκαιόν»
μας, ίσως διότι δεν πείσαμε για τους κινδύνους ως προς την ειρήνη στην
περιοχή, που συνεπάγεται η συνταγματική ονομασία και σήμερα ευρισκόμεθα
προ αδυναμιών υπεράσπισης της θέσης μας.
Ήδη διεξάγεται διάλογος υπό τον
ΟΗΕ και οι υπάρχουσες πληροφορίες (δημοσιογραφικές κυρίως) ομιλούν για
πιέσεις που δεχόμεθα και για προτεινόμενες ονομασίες («Νέα Δημοκρατία
της Μακεδονίας – Σκόπια ή απλώς «Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια»),
που δύσχρηστες στην πράξη καθώς είναι, θα περιορισθούν στη λέξη
«Μακεδονία» και μόνον.
Η πρόταση Νίμιτς για αναγνώριση του συνταγματικού
ονόματος «Δημοκρατία της Μακεδονίας», με διεθνή χρήση του ονόματος
«Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια», σε τίποτε δεν βελτιώνει το θέμα,
μάλλον το καθιστά πλέον επιζήμιο. Τελικά και αυτή εξουδετερώνεται από
τον όρο της απαγόρευσης χρήσης του όρου «Μακεδονία» και των παραγώγων
του, που δείχνει ότι το θέμα δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα
υπευθυνότητα.
Κατά την ουσία του θέματος (όπως εξετέθη υπό την
επικεφαλίδα «Αιτία της Διαφοράς»), η Ελλάδα καλείται πλέον να υπερασπίσει την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά της από αλλοτρίωση με οδυνηρές συνέπειες.
Προ αυτού του ενδεχομένου, καίτοι στερούμεθα σωστής πληροφόρησης και
γνώσης των διαθέσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ και των υπ’ αυτών ασκουμένων
πιέσεων στη χώρα μας, ώστε να εκτιμήσουμε τα πιθανά περιθώρια
συμβιβασμών που θα μπορούσαν να γίνουν, σταθερά παραμένει η άποψη ότι η
βιωσιμότητα του κράτους των Σκοπίων και η σταθερότητα στην περιοχή είναι
ανεπίτρεπτο να αποδεχθούμε να γίνουν αναλώμασι της ιστορίας μας και του
πολιτισμού μας, συμβάλλοντες στη δημιουργία σοβαρών προβλημάτων για τις
επόμενες γενιές Ελλήνων.
34.-Ακόμα
κι αν αποστασιοποιηθούμε από την απόφαση των Πολιτικών Αρχηγών του
1992, ύστερα από την τροπή που έχουν λάβει τα πράγματα, και δεχθούμε ένα
σύνθετο όνομα που να περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία», αυτός θα πρέπει
να δηλώνει γεωγραφικό προσδιορισμό ή να διαχωρίζει χρονικά το σημερινό
κράτος των Σκοπίων από την ελληνική (μακεδονική) ιστορία. Κατόπιν των
ανωτέρω εκτεθέντων, εισηγούμεθα:
Α. Την αποδοχή δύο ονομασιών. Κατά κύριον λόγον του ονόματος «Σλαβομακεδονία» ή «Δημοκρατία της Σλαβομακεδονίας»
(γεωγραφικός προσδιορισμός η Μακεδονία και σλαβικός ο εθνοτικός) και
κατά δεύτερον λόγον του ονόματος «Νέα Μακεδονία» σε μία λέξη στη
σκοπιανή γλώσσα, «Novomakedonija» ( διότι διαχωρίζει ιστορικά τη
Μακεδονία). Οποιαδήποτε άλλη ονομασία δεν επιλύει το πρόβλημα, αλλά το
περιπλέκει.
Β. Εφόσον
οι ανωτέρω ονομασίες δεν επιτυγχάνονται, τότε να μη συναινέσουμε στο
κλείσιμο του θέματος (να μείνει ανοικτό από δικής μας πλευράς), να
καταγγελθεί η ενδιάμεση συμφωνία, να παύσει οποιαδήποτε μεσολαβητική
προσπάθεια και να εφαρμοσθεί πολιτική σχέσεων με το κρατίδιο των
Σκοπίων, η οποία να προστατεύει την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά
μας και να υπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας κατά τον καλύτερο τρόπο, σε
αναμονή πλέον ευνοϊκών συνθηκών για την επίλυση του θέματος.
35.-Ο Υπουργός δεν έλαβε υπ’ όψη του, την διαυγή, συντριπτική και πλήρη, από 28/3/1992 επιστολή επί του θέματος των 6 πνευματικών ταγών της πατρίδας μας το 1992 στην «Ελευθεροτυπία» 28 Μαρτίου 1992.
«ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ».
ΚΟΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ – ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΞΙ ΕΛΛΗΝΩΝ.
Του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ, της ΜΕΛΙΝΑΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗ, της ΕΛΕΝΗΣ ΓΛΥΚΑΤΖΗ – ΑΡΒΕΛΕΡ, του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΑΤΣΟΥ, του ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΥ ΜΑΝΕΣΗ και του ΓΙΑΝΝΗ ΓΕΩΡΓΑΚΗ.
«Στην
Ελληνική μυθολογία με το όνομα Μακεδών είναι γνωστά τα παρακάτω δύο
διαφορετικά πρόσωπα: «1. Γιος του Δία και της Θυίας, κόρης του
Δευκαλίωνα (ή της Αιθυίας).
Ο Μακεδών ήταν αδελφός του Μάγνητα και
χαρακτηρίζεται από τον Ησίοδο ως «ιππιοχάρμης» (αυτός που μάχεται από το
άρμα του). Ο Μακεδών πήρε ως σύζυγό του την Ωρείθυια, κόρη του Κέκροπα,
και απέκτησαν μαζί τον Ευρωπό. Σύμφωνα όμως με άλλη παράδοση, ο Μακεδών
πήρε αυτόχθονα γυναίκα της Θράκης (γυναίκα που την ονόμασαν αργότερα
«Μακεδονία») και απέκτησαν μαζί δύο γιους, τον Πίερο και τον `Ημαθο ή
Άμαθο.
2. Ο ένας από τους 50 γιους του Λυκάονα, πατέρας του
Πίνδου και κατά μία άποψη επώνυμος ήρωας της Μακεδονίας. Σύμφωνα με
άλλες παραδόσεις, ο γενάρχης και επώνυμος των Μακεδόνων ήταν γιος του
Αιόλου ή «γηγενής».
«Οι
υπογραφόμενοι θεωρούμε υποχρέωσή μας τόσο απέναντι στην ιδιαίτερη
πατρίδα μας, την Ελλάδα, όσο και στη μεγαλύτερη πατρίδα μας, την Ευρώπη,
να απευθυνθούμε σε σας και να θέσουμε υπόψη σας τα ακόλουθα:
Σας
είναι ασφαλώς γνωστή η προσπάθεια που άρχισε παλιότερα και
συστηματοποιήθηκε μετά το 1944 με την ίδρυση, στο πλαίσιο της
Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, ενός ομόσπονδου
κρατιδίου υπό το όνομα ”Δημοκρατία της Μακεδονίας” με
αποκλειστικό στόχο, τότε και τώρα, την αμφισβήτηση των ελληνικών
συνόρων, εντός των οποίων περικλείεται η ελληνική Μακεδονία, ως
περιοχή της βόρειας Ελλάδας, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, κατοικούμενη
από αμιγώς ελληνικό πληθυσμό.
Μέχρι σήμερα η αυθαίρετη χρήση της
ιστορικής ονομασίας “Μακεδονία” από το ομόσπονδο κρατίδιο των Σκοπίων
αποτελούσε, τυπικά τουλάχιστον, εσωτερική υπόθεση της Γιουγκοσλαβίας.
Από
τη στιγμή όμως που θα συμβεί να αναγνωρισθούν τα Σκόπια ως χωριστό
κυρίαρχο κράτος, υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, και αποκτήσουν έτσι
διεθνή υπόσταση ως “Μακεδονία“, η επιβουλή κατά της Ελλάδας καθίσταται
κατάφωρη και αναπόφευκτη.
Διότι
αυτό το νέο κράτος με το όνομα “Μακεδονία”, καθώς δεν καλύπτει το
σύνολο αλλά μέρος μόνο του εθνικού γεωγραφικού χώρου τον οποίο
υποδηλώνει το όνομά του, θα τείνει, τόσο αντικειμενικά όσο και
υποκειμενικά, να λειτουργεί ως “εθνικό κέντρο”, πράγμα που συνεπάγεται
“δυνάμει” εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος γειτονικών κρατών,
καλλιεργώντας έτσι τον αλυτρωτισμό των κατοίκων του, παρά το ότι αυτοί
διαφέρουν εθνολογικά (είναι Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι) από τους
κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας.
Η ειρήνη στα Βαλκάνια προϋποθέτει το
σεβασμό των συνόρων.
Η
χρήση της ονομασίας “Μακεδονία” από ένα αναβαθμισμένο σε ανεξάρτητο
πλέον κράτος των Σκοπίων συνιστά απροκάλυπτη αμφισβήτηση των ελληνικών
συνόρων, μια αμφισβήτηση που δεν εκτοπίζεται και δεν εξουδετερώνεται
ούτε με διεθνή σύμφωνα ούτε με συνταγματικές διατάξεις.
Με
το σφετερισμό και την ιδιοποίηση της ονομασίας ”Μακεδονία” τα Σκόπια
-αν το κράτος τους τύχει της αναγνώρισής σας- δημιουργούν ένα πλάσμα
(fiction), το οποίο θα δηλώνει καθημερινά στη διεθνή κοινότητα και θα
καλλιεργεί στους κατοίκους του, ως “εθνικό όραμα” την προοπτική μιας
“ενιαίας Μακεδονίας”, τμήμα της οποίας θα θεωρείται και η λεγόμενη
“Μακεδονία του Αιγαίου” -όπως σκοπίμως και μονίμως αποκαλούν την
ελληνική Μακεδονία- με στόχο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που
κατοικείται 100% από Έλληνες.
Τέτοια
ήταν άλλωστε, καθώς το μαρτυρούν πάμπολλα στοιχεία, η προοπτική και
αρχικά, όταν το 1944 ο Τίτο ίδρυσε το ομόσπονδο κρατίδιο της
“Μακεδονίας” και κατασκεύασε αντίστοιχη “εθνότητα”.
Ενόψει
όλων των ανωτέρω, η εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τυχόν
αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων με την ονομασία ”Μακεδονία” θα
αποτελούσε επίσημη αμφισβήτηση των συνόρων της Ελλάδας και συνακόλουθα
βαρύτατο πλήγμα κατά ενός μέλους της Κοινότητας.
Ο
ελληνικός λαός -αυτό το έδειξαν και οι 1.000.000 διαδηλωτές που
ξεχείλισαν τους δρόμους της μακεδονικής μας πρωτεύουσας, της
Θεσσαλονίκης, στις 14 Φεβρουαρίου- δεν
ξέρουμε κατά πόσο θα μπορέσει να παραμείνει απαθής μπροστά σ’ αυτή την
απειλή κατά της εδαφικής του υπόστασης και της εδαφικής του
ακεραιότητας. Θα πρόκειται άλλωστε για απειλή και για την Ευρώπη και πάντως για την ειρήνη στην περιοχή των Βαλκανίων.
Ελπίζουμε
ότι θα θελήσετε να λάβετε υπόψη σας όσα θεωρήσαμε σκόπιμο, όχι από απλή
ευαισθησία, αλλά ως ηθική, νομική και πολιτική υποχρέωσή μας να θέσουμε
υπόψη σας.
Για μας η ψυχή μας είναι το όνομά μας.
Παρακαλούμε να δεχθείτε την έκφραση της διακεκριμένης υπόληψής μας» .
(τέλος της επιστολής των 6)…………………………………………………………………………
36.-Όπως
έχω αναλύσει διεξοδικά σε άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στο διαδίκτυο
καθώς και σε ναυτικό περιοδικό, ο Τίτο ήταν ο νονός των Σκοπίων με το
όνομα της «Μακεδονίας».
Ακολουθεί το άρθρο:
«Ο κομμουνιστής νονός (Τίτο) της ¨Δημοκρατίας της Μακεδονίας¨»
Άρθρο του Π. Σταμάτη*
Η Γιουγκοσλαβία ήταν
ένα κράτος της Ευρώπης στο δυτικό μέρος των Βαλκανίων κατά το
μεγαλύτερο διάστημα του 20ου αιώνα.
Σχηματίστηκε μετά τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918 με το όνομα Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων μετά
τη συγχώνευση του προσωρινού Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και
Σέρβων (που αυτοανακυρήχθηκε μετά την διάλυση της πρώην Αυστροουγγαρίας)
με το ανεξάρτητο Βασίλειο της Σερβίας.
Η σερβική βασιλική οικογένεια
της Καραγεώργεβιτς έγινε η δυναστεία του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών
και Σλοβένων.
Το
Βασίλειο κέρδισε τη διεθνή του αναγνώριση στις 13 Ιουλίου του 1922 στη
Διάσκεψη των Πρεσβευτών στο Παρίσι.
Η χώρα ονομάστηκε έτσι από
τους Νότιους Σλαβικούς λαούς που σχημάτισαν την πρώτη τους ένωση, μετά
από αιώνες στους οποίους τα εδάφη τους ήταν μέρος της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας.
Μετονομάστηκε
σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας στις 3 Οκτωβρίου 1929 και στις 6
Απριλίου 1941 οι δυνάμεις του Άξονα εισέβαλαν στην Γιουγκοσλαβία και τη
διαμέλισαν. Το 1943 ανακηρύχθηκε η Δημοκρατική Ομοσπονδιακή
Γιουγκοσλαβία από τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους.
Το 1944, ο βασιλιάς
τους αναγνώρισε ως νόμιμη κυβέρνηση, αλλά το Νοέμβριο του 1945 η
μοναρχία καταργήθηκε.
Η Γιουγκοσλαβία μετονομάστηκε σε Ομοσπονδιακή
Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας το 1946, όταν και σχηματίστηκε η
κομμουνιστική κυβέρνηση.
Στις
2 Μαρτίου του 1945, στην ελεύθερη Γιουγκοσλαβία εγκαταστάθηκε τριμελής
αντιβασιλεία. Ως ηγέτης του Εθνικού Μετώπου ο Τίτο ανέλαβε πρωθυπουργός
(7 Μαρτίου του 1945). Τον Αύγουστο, διακήρυξε πως η βασιλεία είναι
ασυμβίβαστη με την εθνική κυριαρχία. Στις εκλογές (11 Νοεμβρίου του
1945), το Εθνικό Μέτωπο πήρε 6.725.000 ψήφους έναντι 707.000 της
αντιπολίτευσης.
Η κάλπη έδινε στον Τίτο παντοκρατορία. Η εθνοσυνέλευση
(29 Νοεμβρίου του 1945) κήρυξε τον βασιλιά έκπτωτο και ανάγγειλε τη
δημιουργία της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Ομόσπονδα κράτη ανακηρύσσονταν τα Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία, ένα κομμάτι γης που αφαιρέθηκε από τη Νότια Σερβία.
Με
λυμένα τα «τεχνικά ζητήματα», οι Γιουγκοσλάβοι ρίχτηκαν στην οικοδόμηση
του σοσιαλιστικού κράτους.
Παράλληλα, ξανάβγαλε στην επιφάνεια ένα
παλιό σχέδιο για ομοσπονδία με τη Βουλγαρία, την Αλβανία και (αντί για
τη Ρουμανία που αρχικά προβλεπόταν) την Ελλάδα, «μόλις νικούσαν οι αντάρτες».
Ο
ηγέτης της Βουλγαρίας, Δημητρώφ, το συζητούσε.
Ο Στάλιν κάλεσε και τους
δυο στη Μόσχα (Ιανουάριος του 1948).
Ο Δημητρώφ πήγε.
Ο Τίτο έστειλε
τον Μίλαν Τζίλας. Το τι ειπώθηκε ανάμεσα στους τρεις, μας είναι γνωστό
από το βιβλίο του Τζίλας «Συνομιλίες με τον Στάλιν».
Σύμφωνα
με τα όσα ο Τζίλας γράφει, ο Στάλιν τους έβαλε τις φωνές απορρίπτοντας
τα σχέδιά τους για ομοσπονδία και τους κατηγόρησε ότι θέλουν να
υποκαταστήσουν τη Σοβιετική Ένωση.
Ο
Τίτο δε φαινόταν να έχει ιδιαίτερες δυσκολίες με τις εθνότητες και με
την εθνική καθαρότητα. Τέσσερα χρόνια πριν από την επίσημη αναγνώριση
της ύπαρξης «μακεδονικού έθνους» με κρατική οντότητα, είχε αναγνωρίσει
και την ύπαρξη «μουσουλμανικής εθνότητας» στη Βοσνία. Μόνο που τότε
κανένας δεν είχε πρόβλημα. Ήταν στα 1941, όταν η Βοσνία δόθηκε στην
«ανεξάρτητη» Κροατία ως αντιπαροχή για την αφαίρεση της Δαλματίας, που
πήραν οι Ιταλοί.
Οι επικεφαλής των μουσουλμάνων έσπευσαν να συνεργαστούν
με τους Ουστάσι της Κροατίας, αλλά πολύ σύντομα ο Τίτο και οι
παρτιζάνοι του εγκαταστάθηκαν στη Βοσνία και δημιούργησαν ελεύθερες
ζώνες.
Ο Τίτο ζήτησε τη βοήθεια των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής
και τους υποσχέθηκε αναγνώριση ως χωριστή εθνότητα.
Έτσι, στη χώρα
βρέθηκαν Σέρβοι, Κροάτες και ξεχωριστά οι μουσουλμάνοι.
Στα ενδιάμεσα, ο
Τίτο δε δίστασε να ανοίξει τα σύνορα του Κοσσυφοπεδίου προς την Αλβανία
και να δεχτεί την εγκατάσταση χιλιάδων Αλβανών, που έφτασαν να
αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων.
Ως τότε, το Κοσσυφοπέδιο παρέμενε αδιαφιλονίκητα σερβικό έδαφος.
Με
όλα τούτα, όμως, στο παλιό βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων
είχαν προκύψει ακόμα τρεις εθνότητες: Οι «Αλβανόφωνοι», οι
«μουσουλμάνοι» και οι «Μακεδόνες», χωρίς να λογαριάζονται οι Σέρβοι του
Μαυροβουνίου. Ο ανταγωνιστής σύντροφος Στάλιν τα είχε καταφέρει με τις
εθνότητες της Σοβιετικής Ένωσης, πριν να γίνει αρχηγός του κράτους.
Ο
Τίτο πίστευε πως κι αυτός μπορούσε.
Το τι πραγματικά πέτυχαν και οι δυο
φάνηκε ανάγλυφο μετά το 1989, αλλά κανένας τους δε ζούσε να το δει.
Όμως, για τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ένας νέος μπελάς, αθέατος για την
ώρα, ξεπρόβαλλε στον ορίζοντα:
Η πανίσχυρη πια Δυτική Γερμανία
ξαναθυμόταν την έξοδό της στη Μεσόγειο μέσα από ένα τελικό πλήγμα στους
αλαζόνες της μισητής Σερβίας: Από το 1971, η προσπάθειά της ήταν να
ενισχύσει τις εθνικές αντιθέσεις στους κόλπους της ομοσπονδίας.
Οι
Γερμανοί δεν περιορίζονταν πια στη χρηματοδότηση των εμιγκρέ Ουστάσι
αλλά πλησίαζαν και τους «εθνικοκομμουνιστές» της Κροατίας και τους
Αλβανόφωνους στο Κοσσυφοπέδιο.
Βοήθησε κι ο ίδιος ο Τίτο με το νέο
σύνταγμα που απέκτησε η ομοσπονδία (21 Φεβρουαρίου του 1974):
Το
Κοσσυφοπέδιο ανακηρύχθηκε ισότιμη αυτόνομη περιοχή, όπως και η
Βοϊβοντίνα, κι ουσιαστικά έγινε νέο κράτος μέσα στο κράτος της Σερβίας.
Ο
Τίτο πέθανε στις 4 Μαΐου του 1980.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
ξεκίνησε περίπου δέκα χρόνια αργότερα.
Μετά τη διάλυση, οι δημοκρατίες
της Σερβίας και του Μαυροβουνίου σχημάτισαν ένα μικρότερο κράτος
την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ), η οποία
φιλοδοξούσε να έχει την ιδιότητα του μοναδικού νόμιμου διαδόχου της
ΣΟΔΓ, αλλά οι ισχυρισμοί αυτοί βρήκαν αντίθετες τις άλλες δημοκρατίες.
Τελικά, η Σερβία και το Μαυροβούνιο αποδέχθηκαν την γνώμη της επιτροπής
Μπατιντέρ για την από κοινού διαδοχή.
Η ΟΔΓ μετονομάσθηκε σε Ένωση
Κρατών Σερβίας και Μαυροβουνίου το 2003. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο
χωρίστηκαν το 2006 και έγιναν ανεξάρτητα κράτη, ενώ το Κοσσυφοπέδιο
διακήρυξε την ανεξαρτησία του το 2008.
Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, για συντομία ΠΓΔΜ σύμφωνα με τη συνταγματική της ονομασία Δημοκρατία της Μακεδονίας, είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στα κεντρικά Βαλκάνια.
Καταλαμβάνει
συνολική έκταση 25.333 τετραγωνικών χιλιομέτρων (ξηρά: 24.856 τ.χλμ.,
ύδατα: 477 τ.χλμ.).
Χώρα περίκλειστη, συνορεύει με το Κόσοβο στα βορειοδυτικά, τη Σερβία στα βόρεια, τη Βουλγαρία στα ανατολικά, την Ελλάδα στα νότια και
την Αλβανία στα δυτικά.
Αποτελεί περίπου το βορειοδυτικό τρίτο της
μεγαλύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, που περιλαμβάνει επίσης
τα γειτονικά τμήματα της βόρειας Ελλάδας και μικρότερα τμήματα της
νοτιοδυτικής Βουλγαρίας και της νοτιοανατολικής Αλβανίας.
Η γεωγραφία
της χώρας καθορίζεται πρωτίστως από βουνά, κοιλάδες και ποτάμια.
Στην
πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη Σκόπια ζει περίπου το ένα τέταρτο των
2,06 εκατομμυρίων κατοίκων.
Η
πλειοψηφία των κατοίκων είναι Σλαβομακεδόνες, ένας νότιος
Σλαβικός λαός. Οι Αλβανοί αποτελούν μια σημαντική μειονότητα, περίπου
25% του πληθυσμού της χώρας, ακολουθούμενοι από τους Τούρκους, Σέρβους, Ρομά και άλλες μικρότερες μειονότητες.
Η
ιστορία της χώρας ανάγεται στην αρχαιότητα, αρχίζοντας με το βασίλειο
της Παιονίας, κράτος Θρακικό. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. η περιοχή
ενσωματώθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και στη συνέχεια
καταλήφθηκε από το Ελληνικό βασίλειο της Μακεδονίας τον 4ο αιώνα π.Χ.
Οι
Ρωμαίοι κατέλαβαν την περιοχή τον 2ο αιώνα π.Χ. και την ενέταξαν στην
πολύ μεγαλύτερη επαρχία της Μακεδονίας, που παρέμεινε τμήμα
της Βυζαντινής (Ανατολικής Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας και δέχθηκε συχνές
επιδρομές και εποικισμούς Σλαβικών λαών, που άρχισαν τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Μετά
από αιώνες αντιπαράθεσης μεταξύ Βυζαντινής και Βουλγαρικής
Αυτοκρατορίας πέρασε σταδιακά στην Οθωμανική κυριαρχία από τον 14ο
αιώνα. Η ιδέα της ύπαρξης χωριστού σλαβομακεδονικού έθνους γεννήθηκε
αρχικά σε έναν μικρό κύκλο διανοουμένων Σλάβων της Μακεδονίας στο
μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα.
Με
τους Βαλκανικούς πολέμους, η γεωγραφική περιοχή της
Μακεδονίας διανεμήθηκε μεταξύ Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδας, αλλά ο
σλαβομακεδονικός εθνικισμός υποστηρίχθηκε από τα κομμουνιστικά
κόμματα της περιοχής κατά το Μεσοπόλεμο και η διάδοσή του ευνοήθηκε από
τα προβλήματα που δημιούργησε η γιουγκοσλαβική διοίκηση.
Οι
ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται στην επ΄αύριο του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που
καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας),
χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας
ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή
Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική
Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα
ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
Κατά
το Β΄ Παγκόσμιο, στην κατεχόμενη Μακεδονία του Βαρδάρη αναπτύχθηκε ένα
αντιφασιστικό αντάρτικο, που μετά τον πόλεμο οδήγησε στην ίδρυση
της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως ομόσπονδης δημοκρατίας
της Γιουγκοσλαβίας. Το 1991, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η πρώην
γιουγκοσλαβική δημοκρατία έγινε ανεξάρτητο κράτος με τη συνταγματική
ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Η περιοχή, που σήμερα παρουσιάζεται ως κρατίδιο με την ονομασία Π.Γ.Δ.Μ ή κοινώς Δημοκρατία των Σκοπίων, καθ΄ όλη τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή εποχή όχι μόνον δεν ελογίζετο ως Μακεδονία αλλ΄ ούτε ως τμήμα αυτής της, αλλ΄ ως εντελώς ιδιαίτερη χώρα που έφερε την ονομασία, «ΔΑΡΔΑΝΙΑ».
Με αυτή την ονομασία ήταν γνωστή ήδη από τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου, προχριστιανικά Ρωμαϊκά χρόνια μέχρι το μεσαίωνα.
Εάν
λοιπόν οι γείτονες ορέγονται και επιθυμούν να αποκτήσουν κάποιο
ιστορικό όνομα, που να εκφράζει το παρελθόν τους, την ιστορία και τον
χαρακτήρα τους, δεν έχουν παρά να αποδεχθούν αυτό που είχαν επί χίλια
και πλέον χρόνια, πριν χάσουν την αυτοσυνειδησία και την ιστορική τους
μνήμη και ταυτότητα.
Ούτε
απάτορες, ούτε αμήτορες, ούτε αγενεαλόγητοι, ούτε «αβάπτιστοι», υπήρξαν
και είναι (και πατέρες και μητέρες είχαν τους Δαρδάνιους ή Δάρδανες,
και όνομα είχαν).
Αλλά
το να θέλουν να απαλείψουν ή να λησμονήσουν το παρελθόν, την ονομασία
και την ιστορία τους και να μη θέλουν να βγάλουν στην επιφάνεια την
πραγματική πατρογονική τους ονομασία, αλλ΄ αντίθετα να ωρέγονται να
ιδιοποιηθούν αλλότρια ονόματα, ιστορία, παρελθόν, ταυτότητα και
συνείδηση, αποδεικνύει
ότι όχι μόνον διακατέχονται από αισθήματα μειονεκτικότητας, αλλά και
επεκτατικές βλέψεις και μελλοντικές διεκδικήσεις σε βάρος της Μακεδονίας
και κατ΄ επέκταση σε βάρος της Ελλάδας, ώστε να έχουν πρόσβαση στο
Αιγαίο.
Το
ζήτημα του ονόματος της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της
Μακεδονίας δεν είναι απλώς μια διαφορά περί ιστορικών γεγονότων ή
συμβόλων.
Πρόκειται για τη συμπεριφορά ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων
Εθνών, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η οποία
αντιστρατεύεται τις θεμελιώδεις αρχές της διεθνούς έννομης τάξης, και
πιο συγκεκριμένα τον σεβασμό της καλής γειτονίας, της κυριαρχίας και της
εδαφικής ακεραιότητας.
Υπό
το πρίσμα αυτό, το ζήτημα του ονόματος είναι ένα πρόβλημα με
περιφερειακή και διεθνή διάσταση, το οποίο συνίσταται στην προώθηση
αλυτρωτικών και εδαφικών βλέψεων εκ μέρους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής
Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με κύριο όχημα την πλαστογράφηση της
ιστορίας και την οικειοποίηση της εθνικής, ιστορικής και πολιτιστικής
κληρονομιάς της Ελλάδας.
Όπως σας ανέπτυξα, πρέπει όλοι μας να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να συναινέσουμε σε ονομασία της ΠΓΔΜ που να περιέχει το όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.
Είμαι σίγουρος ότι γελάει από τον τάφο του ο Τίτο, με τους ελληνικούς χειρισμούς και αναπαύεται ήσυχος για το δημιούργημά του.
*Ο Π. Σταμάτης είναι συγγραφέας και αξιωματικός ΠΝ.
Τέλος του άρθρου………………………………………………………………………………………
Συμπερασματικά όλα
συντείνουν στο αυτονόητο, στο αυταπόδεικτο και στο πασίδηλα
οφθαλμοφάνερο, όπως Σας ανέλυσα διεξοδικά και προς αποφυγήν ασκόπων
επαναλήψεων, ότι, ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς και ο Πρωθυπουργός
Αλέξιος Τσίπρας ως ηθικός αυτουργός, αν και γνώριζαν όλα τα
προαναφερόμενα, με πλήρη γνώση τους, ο πρώτος υπέγραψε και ο δεύτερος
παρευρέθη για να δώσει αυξημένο κύρος και τη συγκατάθεσή του στην
υπογραφή μιας επιβλαβούς και καταστροφικής, για τα συμφέροντα της
Ελλάδος συμφωνία (οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά), η οποία παράγει
άμεσα έννομα αποτελέσματα από την υπογραφή της και την επικύρωση από τη
βουλή των Σκοπίων.
Η συμφωνία εμπεριέχει το σπέρμα του αλυτρωτισμού,
καθώς εκτός από την ονομασία, αποδέχεται και κατοχυρώνει τις έννοιες της
εθνικότητας του «μακεδόνα» πολίτη και της «μακεδονικής» γλώσσας.
Η
συμφωνία θα πλήξει περισσότερες από 3.400 ελληνικές μακεδονικές
επιχειρήσεις, που παράγουν ή εμπορεύονται αυτή τη στιγμή προϊόντα με
ονομασίες «μακεδονικό».
Οι οποίες θα υποχρεωθούν όχι μόνο να αποκτήσουν
έναν αθέμιτο ανταγωνιστή, αλλά θα υποχρεωθούν σε αλλαγές ονομάτων και σε
νέες δυσμενέστερες συνθήκες εξαγωγών.
Η συμφωνία προβλέπει ότι όλο αυτό
το τεράστιο και μείζον θέμα θα λυθεί από ανεξάρτητες επιτροπές
ομιχλώδους σύνθεσης και αγνώστου χρονικού ορίζοντα.
Η συμφωνία
εξασφαλίζει ότι οποιαδήποτε Σκοπιανή κυβέρνηση, μπορεί πλέον να εγείρει
νομικά ζητήματα αναγνώρισης ιδιοκτησιών και να διεκδικήσει στο μέλλον
μία ενιαία Μακεδονία.
Μάλιστα μπορεί να διεκδικήσει απαιτήσεις και
αντιρρήσεις επί οτιδήποτε αφορά στην Ελληνική Μακεδονία, δεδομένου ότι η
συμφωνία δεν προβλέπει πουθενά ότι διασφαλίζει πως η Ελληνική Μακεδονία
θα λέγεται Μακεδονία και δεν θα υποχρεωθεί σε Νότια Μακεδονία για να
μην ανταγωνίζεται τους γείτονες. Με τη συμφωνία αυτή η κυβέρνηση
αναγνωρίζει για πρώτη φορά ότι υπάρχει Ελληνικός αλυτρωτισμός έναντι των
Σκοπίων. Ότι δηλαδή το επίσημο Ελληνικό κράτος και οι δομές του
επιβουλεύονται την εδαφική ακεραιότητα των γειτόνων.
Με δεδομένη τη
διαφωνία άνω του 80% των Ελλήνων πολιτών και άγνωστου ποσοστού
Σκοπιανών, το μόνο που κάνει η συμφωνία με το ξεπούλημα ιστορίας,
γλώσσας και εθνότητας, είναι να πυροδοτεί τον εθνικισμό και να
μετατρέπει ακόμα και μετριοπαθείς πολίτες σε ακραίους και τους ακραίους
σε επικίνδυνους.
Η συμφωνία ξεχωρίζει ότι οι Σκοπιανοί δεν έχουν
οποιαδήποτε σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, γεγονός που δεν
διασφαλίζει τον αρχαίο Μακεδονικό πολιτισμό, καθώς οι Σκοπιανοί δεν
θεωρούν ότι ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος ήταν Έλληνες, αλλά, ότι
κατέκτησαν τους Έλληνες Θηβαίους, Αθηναίους και υπολοίπους.
Επομένως,
θεωρούν τους αρχαίους Μακεδόνες κοινή κληρονομιά και μάλιστα κληρονομιά
για εκμετάλλευση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Όπως συνάγεται οι δύο ανωτέρω,
επέδειξαν βιασύνη, προχειρότητα και ασέβεια προς τις διαμαρτυρίες και
την πικρία της μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού και με την παρούσα
συμφωνία έβλαψαν ανεπανόρθωτα το Ελληνικό κράτος και το Ελληνικό Έθνος.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι ο Υπουργός προχώρησε στην υπογραφή της συμφωνίας παρά την από 12/2/2018 εξώδικο δήλωση πρόσκλησή και την από 29/5/2018 ΜΗΝΥΣΗ
στην ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΣΕΡΡΩΝ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας
Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδονίας, οι οποίες του είχαν επιδοθεί και είχε
γίνει μεγάλη συζήτηση για το περιεχόμενό τους από τον πρόεδρο της
Βουλής (ΣΧΕΤ. 2) καθώς και των πολυάριθμων διαδηλώσεων- διαμαρτυριών του Ελληνικού λαού, κατά της ονομασίας και αναγνώρισης των Σκοπίων.
Είναι
προφανές ότι η εθνική μας υπόσταση με την υπογραφή της συμφωνίας, από
τον Υπουργό των Εξωτερικών, διέρχεται τεράστιο και άμεσο κίνδυνο, λόγω
της ενδοτικής και ιδεοληπτικής στάσης της κυβέρνησης και βουλευτών του
ΣΥΡΙΖΑ, με την παράδοξη και αδικαιολόγητη ανοχή των ΑΝΕΛ, ως προς την
επίλυση της ονοματοδοσίας της πΓΔΜ, η οποία σφετερίζεται προκλητικότατα
και ανιστόρητα το όνομα «Μακεδονία», με προφανείς και εξόφθαλμούς
λόγους.
|