Οι
νέοι στην Ευρώπη και στην Ελλάδα ζούσαν μία άλλη ζωή πριν την πανδημία
και ήταν εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι από πλευράς ψυχισμού, κάτι το
οποίο άλλαξε άρδην με τον Covid-19 αλλά και από το γεγονός ότι όταν οι
περιορισμοί χαλάρωσαν, η κρίση του κόστους ζωής που τους περίμενε, τους
εξόντωσε οικονομικά.
Έτσι
λοιπόν, οι ίδιες κυβερνήσεις οι οποίες του στέρησαν την ζωή τους με τις
αναγκαστικές καραντίνες και τα περιοριστικά μέτρα για δύο χρόνια για
την αποτυχημένη όπως αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος, αντιμετώπιση της
πανδημίας, τους στερούν και πάλι το δικαίωμα να ζήσουν τη ζωή τους όπως
πρέπει και θέλουν, λόγω της επιβολής κυρώσεων στην Ρωσία, με τις οποίες
προκάλεσαν μία απίστευτων διαστάσεων ακρίβεια και έναν εκρηκτικό
πληθωρισμό, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς.
Το theguardian.com, δημοσίευσε άρθρο-σοκ
που εστιάζει στη μείωση της κοινωνικοποίησης, μεταξύ των νέων, στη
μεταπανδημική εποχή, η οποία οφείλεται όχι μόνο σε ψυχολογικούς λόγους,
αλλά κυρίως οικονομικούς γιατί ως γνωστόν η κοινωνικότηα κοστίζει.
Στην πραγματικότητα το άρθρο αυτό ισχύει για όλους τους νέους σε δυτικές κοινωνίες φυσικά και για τους νέους της Ελλάδας.
Ότι σοκαριστικό διαβάσετε στο άρθρο αυτό ακριβώς τα ίδια πράγματα συμβαίνουν και στη χώρα μας. Εμείς
αυτό που θα προσθέσουμε είναι ότι ο νέος ο όποιος δεν είναι
ικανοποιημένος, ευχαριστημένος και τελικώς ευτυχισμένος με την ζωή του
γίνεται επικίνδυνος για τον ίδιο και τους άλλους και καταφεύγει σε
αυτοκαταστροφικές ατραπούς.
Είναι η πιο κρίσιμη
περίοδος στη ζωή ενός ανθρώπου, καθώς κατά τη διάρκεια αυτής της
περιόδου οι άνθρωποι πραγματοποιούν τις επιλογές με βάση τις οποίες θα
πορευτούν μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Τα νιάτα είναι τώρα και όταν φύγουν δεν ξαναγυρνούν.
Το
άρθρο ξεκινά με την ιστορία μίας νοσοκόμας στην Βρετανία, ηλικίας 28
ετών, εν ονόματι Μπεθ (το οποίο δεν είναι καν το πραγματικό της όνομα
για ευνόητους λόγους), η οποία θα μπορούσε να είναι μία οποιαδήποτε
Ελληνίδα στη δική μας χώρα, εν ονόματι ας πούμε… Γεωργία.
Η
ζωή της έχει γίνει μίζερη. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στις επιπλέον
βάρδιες που έχει αναλάβει η Μπεθ –συνεχίζει το άρθρο στην
theguardian.com-, για να καλύψει τους λογαριασμούς ενέργειας που
εκτοξεύονται και το στεγαστικό δάνειο των 530 λιρών τον μήνα για το
διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου, όπου ζει μόνη της.
Αλλά
ακόμη και όταν δεν εργάζεται, αναγκάζεται συχνά να απορρίπτει
προσκλήσεις, καθώς οι κοινωνικές συναναστροφές γίνονται όλο και πιο
ασύμφορες οικονομικά.
Κατά συνέπεια, οι φιλίες έχουν γίνει δύσκολα
διαχειρίσιμες, καθώς πρέπει να είναι πολύ πιο επιλεκτική ως προς το με
ποιον ξοδεύει χρόνο και χρήματα μαζί του. «Προσπαθώ να βλέπω
εκείνους τους φίλους που θα καταλάβουν αν παραγγείλω απλώς ένα ορεκτικό
ή ακυρώσω την τελευταία στιγμή λόγω οικονομικών, καθώς είναι
ντροπιαστικό», λέει.
Ανησυχεί ότι οι λιγότερο συμπαθείς φίλοι νομίζουν ότι απλώς επινοεί μια δικαιολογία για να ακυρώσει τα σχέδιά της. «Τελικά, όσο περισσότερο λες όχι, τόσο περισσότεροι άνθρωποι σταματούν να σε προσκαλούν».
Το
άρθρο θίγει και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Ένας νέος για να ζήσει, ως
νέος πρέπει να έχει τον δικό του χώρο κατοικίας, όμως και αυτό…
κοστίζει. Αλήθεια στην Ελλάδα πόσοι νέοι μπορούν πλέον να ζήσουν σε δικό
τους διαμέρισμα με τα ενοίκια στα ύψη, με τον λογαριασμό του ρεύματος
στα ύψη και κυρίως με αστείους μισθούς;
«Έπρεπε να κάνω θυσίες για να αποκτήσω το διαμέρισμά μου και τώρα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να το διατηρήσω».
Η Μπεθ προσθέτει ότι η δουλειά της την κάνει να υποφέρει. «Αν
ένιωθα ότι με εκτιμούσαν περισσότερο στη δουλειά μου και ότι μου
επέτρεπε να ξεκουράζομαι και να διασκεδάζω σωστά, τότε θα δούλευα πιο
αποτελεσματικά».
Η πραγματική αξία των
αμοιβών των εργαζομένων στο Ηνωμένο Βασίλειο μειώνεται με τον ταχύτερο
ρυθμό των τελευταίων 20 ετών, καθώς οι αυξήσεις των μισθών δεν ξεπερνούν
τον πληθωρισμό, ο οποίος έχει φθάσει το εντυπωσιακό ποσοστό του 9,9%.
Τον
Αύγουστο, αναφέρθηκε ότι το διαθέσιμο εισόδημα του μέσου νοικοκυριού
είχε μειωθεί κατά 16,5%. Ως αποτέλεσμα, δύο στους πέντε δηλώνουν ότι
περιορίζουν το φαγητό έξω, τα ταξίδια και τις κοινωνικές συναναστροφές
εκτός σπιτιού.
Η αύξηση του κόστους των καυσίμων
δυσχεραίνει τις μετακινήσεις για να δουν φίλους, ιδίως για όσους ζουν
εκτός πόλεων και δεν έχουν πρόσβαση σε συχνές δημόσιες συγκοινωνίες. Συν
τοις άλλοις, οι παμπ και τα εστιατόρια αυξάνουν τις τιμές τους, με τη
μέση τιμή μιας πίντας να αυξάνεται περισσότερο από 7% από το 2020.
Τι
να πουν οι νέοι στην Ελλάδα που πληρώνουν βενζίνη σε τιμή… σαμπάνιας
και μετακινούν το αυτοκίνητο με «υδρατμούς» βενζίνης και αναμμένο το
«λαμπάκι» εδώ και μέρες.
Η Μπεθ δεν είναι η μόνη της οποίας η κάποτε έντονη κοινωνική ζωή έχει εξατμιστεί, συνεχίζει το άρθρο στην theguardian.com.
«Αναγκάστηκα
να σταματήσω να πηγαίνω στο κουίζ της παμπ μου κάθε εβδομάδα, επειδή
δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να πληρώνω τους γύρους» λέει η Άννα, 33 ετών. «Ξεκίνησα
μια νέα δουλειά τον περασμένο Σεπτέμβριο και δεν μπόρεσα ούτε μια φορά
να πάω για ποτό την Παρασκευή … Έχω σίγουρα απομακρυνθεί από τον
ευρύτερο κύκλο της φιλίας μου».
Η Kέιτ Πίκετ,
επιδημιολόγος και συν-συγγραφέας του βιβλίου The Spirit Level, λέει ότι
το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να
κοινωνικοποιηθούν θα πρέπει να αποτελεί σοβαρό λόγο ανησυχίας. «Οι
μεταξύ μας δεσμοί αποτελούν τεράστιο μέρος της ψυχικής και σωματικής
μας υγείας. Υπάρχουν μακροχρόνιες μελέτες που δείχνουν ότι το να μην
έχεις φίλους είναι εξίσου κακό για την υγεία σου με το κάπνισμα».
Σύμφωνα
με πρόσφατη έρευνα, σχεδόν το ένα τρίτο των Βρετανών έχουν αρνηθεί
προσκλήσεις για γάμο λόγω της κρίσης του κόστους ζωής. «Η αδελφή μου ήταν πολύ θυμωμένη μαζί μου», λέει η Μπεθ. «Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είπα ότι δεν μπορούσα να πάω, αλλά, τελικά, δεν ήταν οικονομικά προσιτό».
«Θα
πρέπει να ανησυχούμε πραγματικά για τους εφήβους και τους νεαρούς
ενήλικες, οι οποίοι πέρασαν μια απομονωτική περίοδο κατά τη διάρκεια της
πανδημίας και μια πολύ διαφορετική εμπειρία κοινωνικοποίησης» λέει η Πίκετ. «Η φυσιολογική μετάβαση στην ενηλικίωση είτε θα καθυστερήσει γι’ αυτούς είτε δεν θα συμβεί».
Που μυαλό για ραντεβού;
Η
κρίση του κόστους ζωής έχει οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους να μιλούν
ειλικρινά για τα οικονομικά με τους συντρόφους που βγαίνουν ραντεβού.
«Έβγαινα με μια δικηγόρο και μου πρότεινε συνεχώς γεύματα έξω και κοκτέιλ σε μπαρ» λέει ο Αμίτ, ένας 30χρονος δάσκαλος από το Λονδίνο. «Αναγκάστηκα
να μιλήσω καθαρά και να πω ότι δεν έχω την οικονομική δυνατότητα. Έτσι
θα πάμε μια βόλτα στο πάρκο για το επόμενο ραντεβού μας». Ο Aμίτ δεν είναι ο μόνος που αισθάνεται έτσι.
Για
τους άλλους, που δυσκολεύονται να μιλήσουν για χρήματα, η κρίση του
κόστους ζωής τους έχει οδηγήσει στο να εγκαταλείψουν εντελώς τα
ραντεβού.
Η Άννα διέγραψε όλες τις εφαρμογές γνωριμιών από το
τηλέφωνό της τον Ιανουάριο, αφού ένα ανεπιτυχές ραντεβού της κόστισε
πάνω από 100 λίρες μόνο σε ποτά. «Δεν θα μπορούσα ποτέ να πω σε κάποιον ότι είμαι λίγο στερημένη πριν τον γνωρίσω. Θα φοβόμουν ότι θα με θεωρούσαν χρυσοθήρα».
Για πολλούς, ο πιο ζεστός καιρός κατά τους καλοκαιρινούς μήνες ελάφρυνε την πίεση.
«Παλαιότερα, συναντούσα φίλους μία ή δύο φορές το μήνα για μια ταινία ή θέατρο ή κάποια άλλη δραστηριότητα, δείπνο και ποτό» λέει ο Mοχάμεντ, ένας 38χρονος σύμβουλος πληροφορικής.
«Αυτό
έχει αλλάξει σε πικνίκ σε ένα πάρκο, όπου ο καθένας μας φέρνει σπιτικό
φαγητό και συνεισφέρουμε για να αγοράσουμε ένα φτηνό μπουκάλι κρασί».
Λέει ότι έπρεπε επίσης να προσαρμόσει τον τρόπο που περνάει το χρόνο
του με τους φίλους του. Τώρα, οργανώνει ομαδικά τους φίλους τους για να
γλιτώσει το κόστος της συνάντησης ένας προς έναν.
Ανησυχεί όμως για τον χειμώνα που έρχεται – και όχι μόνο επειδή ο πληθωρισμός είναι πιθανό να αυξηθεί. «Όλοι ζούμε σε μικρά μέρη, οπότε είναι δύσκολο να φέρουμε κόσμο στο σπίτι», λέει. «Φοβάμαι τον αντίκτυπο που θα έχει σε όσους είναι πιο απομονωμένοι και εσωστρεφείς».
Με
τους ανθρώπους να δίνουν δικαιολογημένα προτεραιότητα στο φαγητό και τη
θέρμανση των σπιτιών τους έναντι της κοινωνικοποίησης, η μοναξιά -που
ήδη βρισκόταν σε επιδημικά επίπεδα πριν από την κρίση- πρόκειται να
επιδεινωθεί πολύ περισσότερο.
«Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η μοναξιά δεν είναι το ίδιο με το να αισθάνεσαι μόνος σου» λέει η Πίκετ. «Μπορεί
να υπάρχουν αρκετοί νέοι που δεν μπορούν να φύγουν από το σπίτι της
οικογένειάς τους αυτή τη στιγμή και δεν είναι μόνοι τους. Αλλά μπορεί να
εξακολουθούν να στερούνται το είδος της επαφής που είναι σημαντικό για
την ευημερία τους».
Η ψυχολόγος Nατάσα Πόρτμαν συμφωνεί. «Είναι
δύσκολο για τους ανθρώπους να μιλήσουν ανοιχτά για τα χρήματα. Αυτό
συμβαίνει επειδή οι ανησυχίες για τα χρήματα συνδέονται με πολλά
περίπλοκα συναισθήματα και συγκινήσεις, όπως ενοχές, ντροπή και
αμηχανία, καθώς και με το αίσθημα ότι δεν είναι αρκετά καλοί. Για
ορισμένους ανθρώπους, φτάνουν μέχρι τη ρίζα της ταυτότητάς τους» εξηγεί.
«Υπάρχει μια τεράστια πίεση για να δείξουμε ότι ζούμε μια διασκεδαστική ζωή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» λέει η Πίκετ. «Οι
άνθρωποι νιώθουν ντροπή που δεν μπορούν να συμμετάσχουν στο είδος της
κοινωνικής ζωής που έχουν οι φίλοι τους ενώ η αυτοεκτίμησή τους
κατρακυλά».
pronews.gr