Το limit down στο ελληνικό Χρηματιστήριο
οδήγησε σε αθρόες αποεπενδύσεις σημαντικών fund, τα οποία είχαν
πρωταγωνιστήσει στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, ιδίως
κατά τους τελευταίους δύο μήνες του 2015.
Αυτή η ιδιότυπη «μαζική έξοδος» των επενδυτών ναρκοθετεί, και
μάλιστα σε επικίνδυνο βαθμό, τη σταθερότητα και κυρίως τη βιωσιμότητα
του τραπεζικού συστήματος, επαναφέροντας στο τραπέζι τον
εφιάλτη του bail in, γεγονός που συνεπάγεται «κούρεμα» τραπεζικών
καταθέσεων, προκειμένου να διασωθούν οι τράπεζες.
Επί της ουσίας η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με μια «
οικονομική βόμβα μεγατόνων»,
με συνέπειες πολύ χειρότερες από αυτή καθαυτή τη διαπραγμάτευση για το
μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την
αρχή.
Τι είναι το bail in
Βάσει της Οικονομικής Θεωρίας,
bail in ονομάζεται η
διαδικασία κατά την οποία ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή μια χώρα που
κινδυνεύει με οικονομική κατάρρευση, σώζεται μέσω της χρήσης εσωτερικών
πόρων. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκάστοτε τράπεζα, για να
ορθοποδήσει οικονομικά, κουρεύει τις καταθέσεις των πολιτών
(αποκομίζοντας χρήματα από έναν τέτοιο εσωτερικό πόρο) κι έτσι βρίσκει
τα χρήματα που της λείπουν, χωρίς να χρειαστεί εξωτερική βοήθεια.
Στην Ευρώπη έχει αποσαφηνιστεί ότι οι καταθέσεις κάτω από 100.000
ευρώ είναι εγγυημένες. Όμως τι θα συμβεί, εάν μια τράπεζα της ευρωζώνης
αδυνατεί να ανακεφαλαιοποιηθεί και τα ομολογιακά ή οι καταθέσεις άνω των
100.000 ευρώ δεν επαρκούν;
Τι ισχύει αυτή τη στιγμή στην Ευρωζώνη
Από 01/01/2016 στην Ευρωζώνη και από το τέλος του 2016 και στην
Ελλάδα, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο συμβεί, αρκεί μια υπογραφή του
αρμόδιου υπουργού για να γίνει «κούρεμα» καταθέσεων και κάτω από το ποσό
των 100.000 ευρώ. Κι έτσι, ενώ μέχρι πρότινος οικονομικοί θεσμοί, όπως η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διατείνονταν πως το «
μοντέλο Κύπρου» για το κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων εφαρμόστηκε άπαξ, πλέον τείνει να καταστεί η συνήθης πρακτική.
Βεβαίως, ισχύει ο γενικός κανόνας ότι όταν ενεργοποιείται ο
μηχανισμός του τραπεζικού bail in, στόχος είναι η σταθεροποίηση τραπεζών
και Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ), χωρίς να
κινδυνεύσουν οι καταθέτες κάτω των 100.000 ευρώ. Δηλαδή, εάν μια τράπεζα
χρειαστεί διάσωση, τότε οι αρμόδιες Αρχές θα πρέπει πρώτα να επιβάλλουν
bail in σε όλους τους μετόχους και τους άλλους πιστωτές που επενδύουν
σε τραπεζικό κεφάλαιο.
Τελικά ποιος «πληρώνει τη νύφη»;
Ιεραρχικά, λοιπόν, οι μέτοχοι είναι οι πρώτοι που υφίστανται
τις απώλειες και ακολουθούν, με προκαθορισμένη σειρά, ομολογιούχοι και
καταθέτες.
Οι προστατευτικές διατάξεις που προβλέπονται βάσει της σχετικής
κοινοτικής οδηγίας υπογραμμίζουν ότι η καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ
που αφορούν σε φυσικά πρόσωπα και μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να
τύχουν μιας κάποιας ευνοϊκής μεταχείρισης. Δηλαδή, δεν μπορούν να
«κουρευτούν», εάν πρώτα δεν «κουρευτούν» τα κεφάλαια άλλων πιστωτών
(μέτοχοι και ομολογιούχοι).
Όμως εδώ υπάρχει κι ένα μικρό «παράθυρο»: είναι στη
διακριτική ευχέρεια των κρατών – μελών της ευρωζώνης να επιλέξουν να
τους αποκλείσουν πλήρως, με σκοπό να διασφαλιστεί η ευστάθεια του
τραπεζικού συστήματος, όπως συνέβη και στην περίπτωση της πορτογαλικής
Banco Santo Espirito.
Εδώ, οι Αρχές προτίμησαν να χρηματοδοτήσουν με 4,9 δισ. ευρώ την
τράπεζα, ώστε να μην «κουρευτούν» καταθέσεις και ομόλογα υψηλής
εξασφάλισης. Η τράπεζα έβαλε εν τέλει «λουκέτο» και «κουρεύτηκαν»
ομόλογα ύψους 3 δισ. ευρώ.