Αχαιός πολιτικός της συντηρητικής παράταξης. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1995 έως το 2005.
O Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα στις 15 Αυγούστου
1926. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1954 άσκησε
ενεργό δικηγορία έως το 1974, ως μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών.
Άρχισε να πολιτεύεται στις εκλογές του 1958 με την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (ΕΡΕ) του Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Αχαΐας το 1964. Επανεξελέγη βουλευτής Αχαΐας, με τη Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) στις εκλογές
του 1974, 1977, 1981 και 1985. Διετέλεσε γραμματέας της
κοινοβουλευτικής ομάδος και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος από
το 1981 μέχρι το 1985.
Το 1974 μετείχε στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως Υφυπουργός Εμπορίου (26 Ιουλίου 1974 - 9 Οκτωβρίου 1974), Τα επόμενα επτά χρόνια υπήρξε μέλος των κυβερνήσεων της Ν.Δ. ως Υπουργός Εσωτερικών (21 Νοεμβρίου 1974 - 10 Σεπτεμβρίου 1976), Υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (10 Σεπτεμβρίου 1976 - 28 Νοεμβρίου 1977) και Υπουργός Προεδρίας της Κυβερνήσεως (28 Σεπτεμβρίου 1977 - 10 Μαΐου 1980, 10 Μαΐου 1980 - 21 Οκτωβρίου 1981).
Μετά τη συντριπτική ήττα της Ν.Δ. στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου
1981, που έφερε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, ο Κωστής Στεφανόπουλος
διεκδίκησε για πρώτη φορά την ηγεσία του κόμματος, αλλά ηττήθηκε από τον
Ευάγγελο Αβέρωφ (9 Δεκεμβρίου 1981). Για δεύτερη φορά ήταν υποψήφιος για την ηγεσία της Ν.Δ. την 1η Σεπτεμβρίου 1984, αλλά δεν κατόρθωσε να εκλεγεί, επειδή η κοινοβουλευτική ομάδα έδωσε το δαχτυλίδι του κόμματος τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ως αντίπαλο δέος του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η δεύτερη συνεχόμενη ήττα της Ν.Δ. στις εκλογές της 2ας Ιουνίου
1985 προκάλεσε νέες αναταράξεις στη γαλάζια παράταξη. Ο Κωστής
Στεφανόπουλος έθεσε θέμα αλλαγής στρατηγικής του κόμματος και ο
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης άρπαξε την ευκαιρία για να θέσει θέμα ανανέωσης
της εμπιστοσύνης από την κοινοβουλευτική ομάδα προς το πρόσωπό του, την
οποία έλαβε στις 29 Αυγούστου.
Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Κωστής Στεφανόπουλος αποχώρησε από τη Νέα Δημοκρατία με 9 βουλευτές και στις 6 Σεπτεμβρίου ίδρυσε το κόμμα της Δημοκρατικής Ανανέωσης (ΔΗΑΝΑ). Εξελέγη βουλευτής Α’ Αθηνών στις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, ενώ παρέμεινε πρόεδρος του κόμματος μέχρι τον Ιούνιο του 1994, οπότε η ΔΗΑΝΑ ανέστειλε τη δράση της.
Ενόψει των προεδρικών εκλογών του 1995, το κόμμα της Πολιτικής Άνοιξης (ΠΟΛΑΝ) του Αντώνη Σαμαρά πρότεινε και στήριξε ως υποψήφιο Πρόεδρο Δημοκρατίας, τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Με τη στήριξη και του ΠΑΣΟΚ εξελέγη στις 8 Μαρτίου 1995, κατά την τρίτη ψηφοφορία, με 181 ψήφους ως ο πέμπτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στις 10 Μαρτίου 1995 διαδέχθηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Επανεξελέγη στο Προεδρικό αξίωμα στις 8 Φεβρουαρίου 2000 με την πρώτη ψηφοφορία, αφού έλαβε 269 ψήφους επί 298 παρόντων βουλευτών. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 12 Μαρτίου 2005, οπότε αντικαταστάθηκε από τον Κάρολο Παπούλια.
Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος υπήρξε σώφρων πολιτικός και ιδιαίτερα
αγαπητός στο λαό, ενώ υπηρέτησε με άψογο τρόπο το θεσμό της Προεδρίας
της Δημοκρατίας. Οι καλές σχέσεις του με την Εκκλησία δεν τον εμπόδισε
ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας να απορρίψει το αίτημα του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου
- συνοδευόμενο από εκατομμύρια υπογραφές - για τη διεξαγωγή
δημοψηφίσματος σχετικά με την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές
ταυτότητες (29 Αυγούστου 2001).
Κατά τη διάρκεια της θητείας του υποδέχθηκε στην Αθήνα τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπιλ Κλίντον (19 Νοεμβρίου
1999) και στην προσφώνησή του προς τον υψηλό επισκέπτη του δεν
παρέλειψε να υψώσει υπερήφανο λόγο, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων τα εξής:
«Η Ελλάς δεν ζητεί από κανένα να μεσολαβήσει υπέρ αυτής, επικαλείται
απλώς το δίκαιον και την νομιμότητα, διότι πιστεύει ότι βασικό στοιχείο
του πολιτισμού μας δεν είναι τόσον η στήριξη των πάσης φύσεως
συμφερόντων μας, όσον η στήριξη της νομιμότητας. Ορθότερο θα ήταν, αν
έλεγα, ότι πρωταρχικό συμφέρον όλων είναι η υπεράσπιση της νομιμότητος».