11 Μαρτίου 2022

ΕΦΕΡΑΝ ΜΕΓΑΛΗ ΦΤΩΧΕΙΑ: Έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ- Για 4 στα 10 νοικοκυριά ο μισθός εξανεμίζεται μέχρι τις 19 του μήνα

Διεύρυνση της εισοδηματικής ανισότητας μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά νοικοκυριών έναντι των υψηλών εισοδηματικά νοικοκυριών,

Αυτά αποτυπώνονται στην 10η ετήσια έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2021.

Ακόμη, για 4 στα 10 νοικοκυριά ο μισθός ή η σύνταξη εξανεμίζεται μέχρι τις 19 του μήνα και, παρά τη μείωση των νοικοκυριών με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ή/και τα ασφαλιστικά ταμεία, περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές το 2022

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 809 αντιπροσωπευτικά επιλεγμένων νοικοκυριών από όλη την Ελλάδα μεταξύ 9-17 Δεκεμβρίου 2021. Στόχος της έρευνας ήταν η καταγραφή των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης και του πληθωρισμού στο εισόδημα, στις δαπάνες και την καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών, που προκύπτουν εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών, καθώς και η αποτύπωση της στάσης σχετικά με την ποιότητα διαβίωσης και τις οικονομικές υποχρεώσεις.

Επισημαίνεται, δε, από τους συντάκτες των συμπερασμάτων της έρευνας ότι όσον αφορά τις προσδοκίες ή/και εκτιμήσεις που καταγράφονται για το 2022, είναι μάλλον βέβαιο πως οι τρέχουσες εξελίξεις τις έχουν μεταβάλει προς το δυσμενέστερο.

Βασικά συμπεράσματα


Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών για το 2021 είναι τα εξής:

Τα μέτρα στήριξης σε συνδυασμό με τη μερική επιστροφή στην «κανονικότητα» φαίνεται ότι οδήγησαν σε βελτίωση της εισοδηματικής διάρθρωσης των νοικοκυριών, η οποία ενισχύθηκε και από την αύξηση της απασχόλησης. Ειδικότερα, μειώθηκαν σημαντικά τα νοικοκυριά που ανήκουν στην χαμηλότερη εισοδηματική κατηγορία (με ετήσιο εισόδημα έως 10.000€) κατά 7,5 μονάδες, από 25,1% που ήταν το 2020 σε 17,5% το 2021.


Ωστόσο, διευρύνθηκε η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά νοικοκυριών έναντι των υψηλών εισοδηματικά νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, το 31,6% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε το 2021, έναντι μόλις του 6,9% που δήλωσε ότι αυξήθηκε. Στον αντίποδα το 20% των νοικοκυριών με εισόδημα πάνω από 25.000 € δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε το 2021, έναντι του 11,6% που δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε. Επίσης, μόνο 2 στα 10 νοικοκυριά διαβιούν με ετήσιο εισόδημα πάνω από 25.000€.
Η επάρκεια του εισοδήματος των νοικοκυριών δεν μεταβλήθηκε τόσο σε σχέση με το 2020 όσο και με το 2019. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός νοικοκυριών διαβιεί επί μακρόν σε συνθήκες οικονομικής επισφάλειας, καθώς το μηνιαίο εισόδημα για περισσότερα από 4 στα 10 νοικοκυριά δεν επαρκεί για όλο το μήνα, αλλά για 19 ημέρες (μεσοσταθμικά).
Η ακρίβεια εκτίναξε τον αριθμό των νοικοκυριών που αύξησαν τις δαπάνες τους για βασικά αγαθά. Το 65,1% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού (20% το αντίστοιχο ποσοστό το 2020), το 52,8% για είδη διατροφής (26,2% το 2020), το 51,9% για θέρμανση (12,9% το 2020) και το 34,7% για υγεία και φάρμακα (26% το 2020). Σημειώνεται ότι οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν για 1 στα 2 νοικοκυριά την κατηγορία που έχει τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημα τους. Γενικά, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2021 κατά 12% (μεσοσταθμικά).
Παρά την αποκλιμάκωση του ποσοστού των νοικοκυριών με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ή/και τα ασφαλιστικά ταμεία (16,8%) που καταγράφεται για το 2021, περίπου 3 στα 10 νοικοκυριά δήλωσαν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές το 2022, υποδηλώνοντας πως απέχουμε από μια βιώσιμη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους που δεν αποτελεί μόνο απότοκο της πανδημίας, αλλά και της δεκαετούς οικονομικής κρίσης.


Πηγές εισοδήματος
Ο μισθός και η σύνταξη αποτελούν τη κύρια πηγή εισοδήματος για τη συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Το 43,1% δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 43% των νοικοκυριών δήλωσε ως κύρια πηγή εισοδήματος τη σύνταξη και το 8,5% δήλωσε ως κύρια πηγή τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Το 33,4% των νοικοκυριών δεν έχει άλλη πηγή εισοδήματος. To 24,5% έχει ως άλλη πηγή εισοδήματος τον μισθό, το 20,1% τη σύνταξη, το 11,6% τα ενοίκια, το 4,7% τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα και το 3,3% το επίδομα ανεργίας.

Ανεργία – απασχόληση
Καλύτερα είναι τα στοιχεία της έρευνας του 2021 σε σχέση με εκείνης του 2020 όσον αφορά τα νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα άνεργο μέλος. Συγκεκριμένα περισσότερο από 1 στα 5 νοικοκυριά (22,5%) έχει τουλάχιστον 1 μέλος του άνεργο. Το ποσοστό αυτό παρά τη βελτίωση που παρουσιάζει σε σχέση με το 2020 (27,9%) παραμένει, ιδιαίτερα υψηλό.
Υψηλό και μάλιστα ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με το 2020 καταγράφηκε το ποσοστό των νοικοκυριών που έχουν τουλάχιστον ένα μέλος που είναι σε καθεστώς μακροχρόνιας ανεργίας. Συγκεκριμένα περισσότερα από 7 στα 10 νοικοκυριά (73%) από εκείνα που δήλωσαν πως έχουν κάποιο άνεργο μέλος, βρίσκεται σε κατάσταση μακροχρόνιας ανεργίας, έναντι ποσοστού 54,3% που ήταν το 2020.

Μεταβολή εισοδήματος

Περισσότερο από 1 στα 4 (27,4%) δήλωσε πως το εισόδημα του μειώθηκε το 2021, έναντι του 9,8% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και του 62,5% που δήλωσε ότι παρέμεινε σταθερό. Για τα νοικοκυριά που δήλωσαν μείωση του εισοδήματος τους το 2021, ο μέσος όρος μείωσης ανήλθε στο 28,9%. Στον αντίποδα το 9,8% των νοικοκυριών που δήλωσε πως το εισόδημα του αυξήθηκε, ο μέσος όρος αύξησης ανήλθε στο 16,8%.
Μείωση του εισοδήματος τους για το 2021 δηλώσαν περισσότερο από 1 στα 3 νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα έως 10.000 € (35,2%) και με ετήσιο εισόδημα από 10.001 έως 18.000€ (36,2%), καθώς και περίπου 1 στα 5 νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα από 18.001 έως 25.000€ (18,6%). Το ισοζύγιο στις προαναφερόμενες κατηγορίες μεταξύ των νοικοκυριών που το εισόδημα τους αυξήθηκε και εκείνων που μειώθηκε ήταν αρνητικό.
Από την άλλη μεριά τα ποσοστά των νοικοκυριών που ανήκουν στις υψηλότερες εισοδηματικά κατηγόριες και δήλωσαν πως το εισόδημα τους μειώθηκε το 2021 ήταν σημαντικά χαμηλότερα (11,6%), ενώ παράλληλα τα ποσοστά των εν λόγω νοικοκυριών που δήλωσαν αύξηση του εισοδήματος τους ήταν πολύ υψηλότερα (20%) σε σχέση με τα υπόλοιπα νοικοκυριά, καταγράφοντας, μάλιστα, θετικό ισοζύγιο.
Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται μια τάση διεύρυνσης της εισοδηματικής ανισότητας μεταξύ των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά νοικοκυριών έναντι των υψηλών εισοδηματικά νοικοκυριών.

Επάρκεια εισοδήματος – αποταμίευση

Περισσότερα από 4 στα 10 νοικοκυριά (43,6%) δήλωσαν ότι το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα.
Για τα νοικοκυριά αυτά το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες.
Το συγκεκριμένο εύρημα παραμένει σταθερό από το 2019 γεγονός που καταδεικνύει ότι την τελευταία τριετία, προφανώς και λόγω της εκδήλωσης της πανδημίας, ένα πολύ μεγάλο μέρος των νοικοκυριών δεν έχει βιώσει βελτίωση στη διαβίωση του παραμένοντας σε μια ιδιαίτερα επισφαλή οικονομική θέση.
Σε αυτή την δυσμενή κατάσταση βρίσκεται το 49,8% των πολυμελών νοικοκυριών (με 5 άτομα και πάνω), το 49% των νοικοκυριών με 4 άτομα, το 54,8% των νοικοκυριών με τουλάχιστον έναν άνεργο, το 65% των νοικοκυριών με εισόδημα έως 10.000 € και το 51,4% των νοικοκυριών με εισόδημα από 10.001 έως 18.000 €.
Το 11,5% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισόδημα του δεν επαρκεί για να καλύψει ούτε τις βασικές του ανάγκες, εύρημα που σχετίζεται με το ποσοστό ακραίας φτώχειας που σημειώνεται στη χώρα μας, ενώ είναι ελαφρώς αυξημένο σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό της ερευνάς του 2020 (10,2%).
Σταθερά συντριπτικό παραμένει το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να αποταμιεύσουν, καθώς 8 στα 10 νοικοκυριά (80,1%) δήλωσαν ότι δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν.


Υποχρεώσεις νοικοκυριών

Το 16,8% των νοικοκυριών δήλωσε πως κάποιο μέλος του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία), ποσοστό μειωμένο σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2020 (23%).
Αυξημένο κατά 10 μονάδες σε σχέση με την έρευνα του 2020 καταγράφεται το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν πως δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο το 2022. Συγκεκριμένα περισσότερο από 1 στα 4 νοικοκυριά (27,8%) δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές ή/και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις.
Το 5,3% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ το 5,2% των νοικοκυριών δήλωσε πως δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις προαναφερόμενες τραπεζικές υποχρεώσεις το 2022. Και τα δυο ποσοστά είναι καλύτερα σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2020.
Το 21% των νοικοκυριών έχουν ενεργό στεγαστικό δάνειο. Από αυτά τα νοικοκυριά το 16,5% καταβάλει τις δόσεις του δανείου συχνά με κάποια καθυστέρηση, ενώ το 6% έχει καθυστερημένες οφειλές περισσότερο από 3 μήνες. Τα ποσοστά είναι και τα χαμηλότερα που έχουν καταγράφει σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ από τότε που παρακολουθεί αυτόν το δείκτη, δηλαδή από το 2014.

Καταναλωτικές τάσεις – ποιότητα ζωής

Περισσότερα από 5 στα 10 νοικοκυριά (50,9%) περιόρισαν τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κλπ). Το 45,1% των νοικοκυριών ξόδεψαν λιγότερα για ταξίδια, ενώ το 43,3% περιόρισε τις δαπάνες για ένδυση-υπόδηση.
Από την άλλη μεριά καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησαν της δαπάνες τους για την κάλυψη βασικών αναγκών, προφανώς λόγω της ακρίβειας των τελευταίων μηνών. Ειδικότερα το 65,1% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού, το 52,8% για είδη διατροφής το 51,9% για θέρμανση και το 34,7% για υγεία και φάρμακα.
Γενικά, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2021 σε σχέση με το 2020 κατά 12% (μεσοσταθμικά).
Περισσότερα από 3 στα 10 (31,2%) νοικοκυριά καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, 2 στα 10 καθυστερούν να πληρώσουν το ηλεκτρικό ρεύμα και περισσότερο από 1 στα 10 (12,5%) καθυστερούν την πληρωμή λογαριασμών θέρμανσης.


Προσδοκίες για το 2022

  • Ιδιαίτερα αρνητικές είναι οι προσδοκίες των νοικοκυριών για το 2022 κυρίως λόγω των επιπτώσεων της ακρίβειας. Συγκεκριμένα περίπου 1 στα 2 νοικοκυριά (45,1%) εκτιμά ότι το 2022 θα χειροτερέψει η οικονομική του κατάσταση, έναντι μόλις του 13,6% που εκτιμά ότι θα βελτιωθεί και του 36,7% που εκτιμά ότι θα παραμείνει η ίδια.
  • Η απαισιοδοξία που εκδηλώνουν τα νοικοκυριά ως προς τη μελλοντική οικονομική τους κατάσταση φαίνεται ότι τροφοδοτείται κυρίως από την ακρίβεια, καθώς στο ερώτημα εάν η αύξηση των τιμών έχει επηρεάσει τα νοικοκυριά των ερωτώμενων σε βαθμό να αναγκαστούν να μειώσουν δαπάνες για βασικές ανάγκες το 45,3% απάντησε πολύ, το 31,6% λίγο ενώ το 21,9% απάντησε αρνητικά.
  • Οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν για σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά (49,8%) την κατηγορία που έχει τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημα τους και ακολουθούν οι αυξήσεις στα τρόφιμα (21,4%), στη βενζίνη (12,4%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης (9,3%).
  • Ως καταλληλότερο μέτρο για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών το 42,7% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα και την ενέργεια και το 40,9% η αύξηση των μισθών και συντάξεων.
  • Όσον αφορά τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας το 60,9% των νοικοκυριών τα αξιολόγησε ως ανεπαρκή, το 14,9% ως μάλλον ανεπαρκή, ενώ μόλις το 9,5% και το 6,3% αξιολόγησαν τα μέτρα που είχαν ληφθεί κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας ως μάλλον επαρκή και επαρκή αντίστοιχα.

reader/ photo eurokinissi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου