Τι γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου - Πώς ξεκίνησε ο πόλεμος - Ο μύθος του «ΟΧΙ» και η φράση του Μεταξά
Η 28η Οκτωβρίου είναι μία από τις μεγαλύτερες εθνικές εορτές της Ελλάδας, στην οποία γιορτάζουμε την επέτειο του «ΟΧΙ» - Παράλληλα, σηματοδοτεί την ένταξη της χώρας μας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου
Η μέρα που σημάδεψε την Ελλάδα είναι συνδεδεμένη με τον πόλεμο του 1940 και έμεινε γνωστή ως η επέτειος του «ΟΧΙ». Ήταν Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, όταν ένας επίμονος ήχος από σειρήνες μετέφερε την είδηση του πολέμου, που είχε αρχίσει στις 15 Αυγούστου, με τη βύθιση του ευδρόμου «Ελλη».
Το ρολόι έδειχνε 03:00 τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε ιδιοχείρως στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει στρατηγικά σημεία της Ελλάδας για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του (Η Αρχή του Τέλους - Η Επιχείρηση Κατά της Ελλάδος), περιγράφει τη σκηνή:
«Την
καθορισμένη ώρα δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός
ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής
βίλλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm.De Santo είπε στον φρουρό να
ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβυς της Ιταλίας επιθυμούσε να
γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να
κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του
σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά
ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελλόπορτα. Μες την βαθειά σιωπή της
νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.
Επί τέλους το
κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του
σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό
να με αφήσει να περάσω.
Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελλόπορτα.
Ο
Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας
φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε
μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο
σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά
Guido Gozzano, με τα κακόγουστα καλά του πράγματα μ' έκανε να αναλογιστώ
προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια.
Μόλις
καθίσαμε, του είπα ότι η κυβέρνησή μου, μού είχε αναθέσει να του κάνω
μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια τού έδωσα το
κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το
χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να
βουρκώνουν όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την
ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά
σταθερή φωνή: «Alors, c'est la guerre!» (λοιπόν έχουμε πόλεμο). Τού
απάντησα ότι η ιταλική κυβέρνηση ήλπιζε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα
δεχόταν τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά
στρατεύματα τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους στις 6 το πρωί. Ο
Μεταξάς με ρώτησε τότε πώς θα μπορούσα να σκεφτώ ότι ακόμα και αν είχε
πρόθεση να ενδώσει θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις
διαταγές του βασιλιά και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την
ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων.
Χωρίς καμία
πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπάζοντας την τελευταία ελπίδα όπως ο
ναυαγός πιάνεται ακόμη και από ένα σανιδάκι, του απάντησα ότι αυτό δεν
ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απευθείας τηλεφωνική γραμμή για
να επικοινωνεί με τον βασιλιά. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα
θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο
εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές να μην εμποδιστεί η προέλαση
των ιταλικών στρατευμάτων. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να
καθορίσω τουλάχιστον ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού
εδάφους που η ιταλική κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά
αναγκάστηκα να του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο Μεταξάς
απάντησε: "Vous voyez bien que c’ est impossibile (βλέπετε λοιπόν πολύ
καλά ότι αυτό είναι αδύνατο). Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει
αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση. H κυβέρνησή σας ήξερε πολύ καλά ότι η
Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδέτερη, αλλά και ότι
είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον
οποιουδήποτε".
Του απάντησα ενώ σηκωνόμουν ότι ήλπιζα ακόμη ότι
θα λάμβανε υπόψη του τη διαβεβαίωση που του δινόταν στη διακοίνωση
σύμφωνα με την οποία η ιταλική κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει
την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος και ότι θα γνωστοποιούσε
στην πρεσβεία πριν από τις 6 ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα.
Ο Μεταξάς δεν μου απάντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την
οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μού
είπε: "Vous etes les plus forts… (είσαστε οι πιο δυνατοί)", χωρίς να
αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του, με τη φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά
αλλοιωμένη. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και
στη βαθιά λύπη που τα δονούσε.
Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος
στον κόσμο ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε
απέχθεια για το επάγγελμά του. Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην
υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μία στιγμή κατά την οποία μίσησα το
δικό μου, μία στιγμή κατά την οποία το καθήκον του αξιώματος μου μού
φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή
ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε αυτός ο
ηλικιωμένος άνδρας εκείνος που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή
αγωνιζόμενος και υποφέροντας για τη χώρα του και τους βασιλείς του και
που κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή προτιμούσε να διαλέξει το δρόμο της
θυσίας και όχι το δρόμο της ατίμωσης. Υποκλίθηκα μπροστά του με το
βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του».
Η άρνηση του Μεταξά αντικατόπτριζε και την θέληση του μεγαλύτερου μέρους του λαού. H ακριβής φράση του Μεταξά ήταν στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) «Alors, c'est la guerre», (Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταλικών αιτημάτων.
Οι εφημερίδες της εποχής δεν άργησαν να γράψουν για το περίφημο «ΟΧΙ» του Πρωθυπουργού στους Ιταλούς. Η κίνηση αυτή του Μεταξά σηματοδότησε την είσοδο της, ουδέτερης μέχρι τότε, χώρας μας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας Ελληνικό Μέλλον του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940. Ακολούθως υιοθετήθηκε ως σύνθημα, και από άλλες εφημερίδες, και για ακόλουθες περιστάσεις, όπως το εξώφυλλο της εφημερίδας Η Βραδυνή, στις 6 Απριλίου 1941 με αφορμή την Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα.
Δυόμιση ώρες μετά τη συνάντηση Γκράτσι - Μεταξά, στις 05:30 τα ξημερώματα, ξεκίνησε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος με την αιφνιδιαστική εισβολή (το τελεσίγραφο όριζε ότι η επίθεση θα ξεκινούσε στις 06:00 πμ) των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη εισήλθε στον πόλεμο. Το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα», το οποίο ακολούθησε, και οι μεγάλες νίκες που ο ελληνικός στρατός κατήγαγε εις βάρος των Ιταλών, καθιερώθηκε να γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου και της άρνησης του Ιωάννη Μεταξά να συναινέσει.
Ο Μουσολίνι με 100.000 στρατιώτες που είχε συγκεντρωμένους στην Αλβανία, θεωρούσε ότι θα κατακτούσε την Ελλάδα με μεγάλη ευκολία. Στην αρχή οι Έλληνες αποτραβήχτηκαν από τα σύνορα και οι Ιταλοί κατέλαβαν μικρές ελληνικές περιοχές.
Στις 14 Νοεμβρίου αρχίζει η αντεπίθεση και τα ελληνικά στρατεύματα γνωρίζουν μεγάλες επιτυχίες, όπως στη μάχη της Πίνδου, στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία, απελευθερώνοντας όλη σχεδόν την Βόρεια Ήπειρο: Άγιοι Σαράντα, Πόγραδετς, Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα. Μια επίθεση που έκαναν οι Ιταλοί την άνοιξη, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Όταν ο Μουσολίνι αντιλήφθηκε πως δεν υπήρχε για το στρατό του σωτηρία, ζήτησε τη βοήθεια του συμμάχου του, Χίτλερ. Έτσι τον Απρίλιο του 1941 η ναζιστική Γερμανία επιτίθεται κατά της Ελλάδας. Και στη δεύτερη αυτή εισβολή οι Έλληνες απάντησαν και πάλι «ΟΧΙ», γράφοντας αυτή τη φορά την εποποιία των Οχυρών του Μεταξά κατά μήκος των συνόρων στη Μακεδονία. Οι Γερμανοί έσπασαν τις γραμμές άμυνας των Σέρβων, έφτασαν στην Αθήνα και τότε μόνο, περικυκλωμένοι και εντεταλμένοι από τη Διοίκηση του διαλυόμενου πλέον Ελληνικού Στρατού, οι μαχητές των οχυρών παραδόθηκαν με ψηλά το κεφάλι. Έτσι άρχισαν τα μαύρα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής της Ελλάδας.
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν οι Έλληνες έζησαν δύσκολα, υπέφεραν από την πείνα, τις στερήσεις αλλά και από τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις. Σύντομα μέσα από «τις στάχτες τους ξαναγεννήθηκαν» αφού οι Έλληνες βρήκαν τη δύναμη να επαναστατήσουν εναντίον του εισβολέα. Οργάνωσαν αντάρτικες ομάδες στα βουνά, τύπωναν παράνομες εφημερίδες ενώ πολλοί διέφυγαν στην Αίγυπτο όπου δημιουργήθηκε ένας νέος ελληνικός στρατός, που πολέμησε μαζί με τους άλλους συμμάχους μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Το πολεμικό ανακοινωθέν
To πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο δημοσιογράφος του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών, Κώστας Σταυρόπουλος, εκφώνησε το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν από το Γενικό Στρατηγείο. Ένα ηχητικό ντοκουμέντο που έχει διασωθεί και αναπαράγεται κυρίως τις ημέρες της εθνικής επετείου και αποτελεί ένα ιστορικό κομμάτι της Ελλάδας.
«Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από της 5:30 πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους», ανέφερε μεταξύ άλλων το ανακοινωθέν, που στην πορεία έχει διανθιστεί με το τραγούδι της Σοφίας Βέμπο «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά»…
Tην ίδια ημέρα, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ιωάννης Μεταξάς, εξέδωσε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό ανακοινώνοντας την είσοδο της χώρας στον πόλεμο. «Έλληνες, τώρα θα αποδείξωμεν εάν είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον, αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας, και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών», ανέφερε μεταξύ άλλων.
Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής
Το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα», το οποίο ακολούθησε, καθιερώθηκε να γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου και της άρνησης του Ιωάννη Μεταξά να συναινέσει.
Στις 28 Οκτωβρίου 1941 πραγματοποιήθηκε ο πρώτος εορτασµός στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την ημέρα εκείνη πραγματοποίησαν ομιλίες φοιτητές, ενώ μίλησε για την επέτειο την παραμονή και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την ηµέρα της επετείου με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο. Στην δεύτερη επέτειο (28/10/1942), ο εορτασμός έγινε στην Πλατεία Συντάγµατος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ.
Για πρώτη φορά η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα στις 28 Οκτωβρίου 1944 με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε, το 1952, η γιορτή της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου να μεταφερθεί στις 28 Οκτωβρίου, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον Ελληνικό Στρατό στον πόλεμο της Αλβανίας.
Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται στην Ελλάδα και την Κύπρο κάθε χρόνο ως επίσημη εθνική εορτή και αργία. Επίσης, σε πολλές χώρες του κόσμου, ελληνικές κοινότητες γιορτάζουν την Επέτειο του «ΌΧΙ».
Κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη, γιορτάζεται με κάθε λαμπρότητα, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων επισήμων, με μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις γίνονται μαθητικές παρελάσεις, ενώ δημόσια και ιδιωτικά κτίρια υψώνουν την ελληνική σημαία.
Πως είδε ο τουρκικός Τύπος την 28η Οκτωβρίου του 1940
Οι τουρκικές εφημερίδες εποχής αντιμετώπισαν την ηρωική αντίσταση της Ελλάδας με θαυμασμό. Σύμφωνα με την καθημερινή η αρθρογραφία των τουρκικών εφημερίδων της εποχής αποτελεί αψευδή μάρτυρα των αισθημάτων συμπαράστασης και των επαίνων που είχαν προκαλέσει τα ελληνικά κατορθώματα εναντίον ενός σαφώς υπέρτερου, υλικά και αριθμητικά, αντιπάλου. Πρόκειται για μια περίοδο που ο Ισμέτ Ινονού, έχοντας υπερισχύσει στον αγώνα εξουσίας που είχε λάβει χώρα μετά τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ τον Νοέμβριο 1938, είχε αναγορευθεί σε «εθνικό ηγέτη» της Τουρκίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου