Η σκηνή είναι αυθεντική και συνέβη προχθές, μέσα σε δημόσιο νοσοκομείο της Αθήνας.
Μόλις ολοκληρώθηκε μια πολύωρη και δύσκολη εγχείρηση αφαίρεσης όγκου μιας ασθενούς.
Οι συγγενείς γεμάτοι φόβο και αγωνία, περιμένουν να μιλήσουν με κάποιον υπεύθυνο, για να πληροφορηθούν το αποτέλεσμα της εγχειρητικής διαδικασίας, έχοντας πλήρη επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης.
Ο ευγενικός, χαμογελαστός γιατρός βγαίνει, τους προσκαλεί στο ιδιαίτερο γραφείο του.
Κάπου στο πάτωμα, δίπλα στο γραφείο του γιατρού, βρίσκεται μια λεκάνη γεμάτη αίματα και τα εντόσθια της ασθενούς μαζί με τον όγκο που αφαιρέθηκε.
Οι στιγμές είναι δύσκολες.
Οι συγγενείς επηρεασμένοι από το γκρίζο περιβάλλον σιωπούν, περιμένουν στωικά, αμίλητοι, με αγωνία τον γιατρό του δημόσιου νοσοκομείου να μιλήσει πρώτος.
Κι εκείνος ξεκινά, απευθυνόμενος στον σύζυγο της ασθενούς:
Οι πιο ψύχραιμοι συγγενείς κατάλαβαν την πορεία και τον σκοπό της συζήτησης.
Όλα αυτά στο μικρό γκρίζο γραφειάκι του δημόσιου νοσοκομείου, με την ματωμένη λεκάνη δίπλα στο γραφείο του επιστήμονα να φαντάζει ακόμη πιο αποκρουστική, εξαιτίας του κακού φωτισμού και της θλιβερής γεμάτη ένταση ατμόσφαιρας.
Έξω από το γραφείο του «επιστήμονα», οι πραγματικοί ήρωες της νοσοκομειακής καθημερινότητας.
Κάποιοι λιγοστοί νοσηλευτές τρέχουν πάνω κάτω προσπαθώντας να καλύψουν τις ανάγκες δεκάδων ασθενών που κουβαλάνε μαζί με τα υπάρχοντά τους και τα αναλώσιμα που το νοσοκομείο δεν μπορεί να τους προσφέρει –λόγω περιορισμών του προϋπολογισμού- όπως λένε.
Οι νοσηλευτές όταν μιλούν μεταξύ τους εκφράζουν απροκάλυπτα ζήλεια για τους εκατοντάδες συναδέλφους τους που κατάφεραν να αποσπαστούν σε κάποιο γραφείο πολιτικού ή σε άλλες διοικητικές υπηρεσίες. Οι αποσπασμένοι νοσηλευτές εισπράττουν κανονικά το μισθό τους δουλεύοντας με ωράριο και συνθήκες γραφείου, μακριά από τη μιζέρια της καθημερινότητας του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Όσοι δουλεύουν ακόμη στα νοσοκομεία, έχουν ξεχάσει το ρεπό, δουλεύουν ασταμάτητα και κάτω από δυσμενείς συνθήκες εργασίας και φέρνουν από το σπίτι τους σαπούνι, γάντια και προστασία από τις λοιμώξεις.
Ο πρόεδρος του Νοσοκομείου με υπερηφάνεια δηλώνει ότι επέβαλε «ανώτατο όριο» στις εγχειρήσεις και «ανώτατο όριο στο κόστος κάθε εγχείρησης».
Αυτό σημαίνει πως μόλις επιτευχθεί το «ανώτατο όριο» ο ασθενής είτε καταδικάζεται σε θάνατο είτε πρέπει να αναζητήσει άλλο νοσοκομείο που δεν έχει περάσει το όριο. Φυσικά υπάρχει πάντα και η διέξοδος της ιδιωτικής κλινικής με το απαγορευτικό κόστος.
Στο μικρό, γκρίζο, σκοτεινό γραφειάκι του γιατρού, στο δημόσιο νοσοκομείο της τριτοκοσμικής χώρας που λέγεται Ελλάδα, η «διαπραγμάτευση» συνεχίζεται.
Το «δωράκι» του γιατρού προηγείται της υγείας του ασθενούς…
Μόλις ολοκληρώθηκε μια πολύωρη και δύσκολη εγχείρηση αφαίρεσης όγκου μιας ασθενούς.
Οι συγγενείς γεμάτοι φόβο και αγωνία, περιμένουν να μιλήσουν με κάποιον υπεύθυνο, για να πληροφορηθούν το αποτέλεσμα της εγχειρητικής διαδικασίας, έχοντας πλήρη επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης.
Ο ευγενικός, χαμογελαστός γιατρός βγαίνει, τους προσκαλεί στο ιδιαίτερο γραφείο του.
Κάπου στο πάτωμα, δίπλα στο γραφείο του γιατρού, βρίσκεται μια λεκάνη γεμάτη αίματα και τα εντόσθια της ασθενούς μαζί με τον όγκο που αφαιρέθηκε.
Οι στιγμές είναι δύσκολες.
Οι συγγενείς επηρεασμένοι από το γκρίζο περιβάλλον σιωπούν, περιμένουν στωικά, αμίλητοι, με αγωνία τον γιατρό του δημόσιου νοσοκομείου να μιλήσει πρώτος.
Κι εκείνος ξεκινά, απευθυνόμενος στον σύζυγο της ασθενούς:
- «Ωραίο, μοντέρνο κι ακριβό πουκαμισάκι, φορέσατε σήμερα».
Οι πιο ψύχραιμοι συγγενείς κατάλαβαν την πορεία και τον σκοπό της συζήτησης.
- «Πείτε μας πρώτα για την υγεία της μητέρας μας και τα βρούμε μετά τα υπόλοιπα» του λένε παρακλητικά.
Όλα αυτά στο μικρό γκρίζο γραφειάκι του δημόσιου νοσοκομείου, με την ματωμένη λεκάνη δίπλα στο γραφείο του επιστήμονα να φαντάζει ακόμη πιο αποκρουστική, εξαιτίας του κακού φωτισμού και της θλιβερής γεμάτη ένταση ατμόσφαιρας.
Έξω από το γραφείο του «επιστήμονα», οι πραγματικοί ήρωες της νοσοκομειακής καθημερινότητας.
Κάποιοι λιγοστοί νοσηλευτές τρέχουν πάνω κάτω προσπαθώντας να καλύψουν τις ανάγκες δεκάδων ασθενών που κουβαλάνε μαζί με τα υπάρχοντά τους και τα αναλώσιμα που το νοσοκομείο δεν μπορεί να τους προσφέρει –λόγω περιορισμών του προϋπολογισμού- όπως λένε.
Οι νοσηλευτές όταν μιλούν μεταξύ τους εκφράζουν απροκάλυπτα ζήλεια για τους εκατοντάδες συναδέλφους τους που κατάφεραν να αποσπαστούν σε κάποιο γραφείο πολιτικού ή σε άλλες διοικητικές υπηρεσίες. Οι αποσπασμένοι νοσηλευτές εισπράττουν κανονικά το μισθό τους δουλεύοντας με ωράριο και συνθήκες γραφείου, μακριά από τη μιζέρια της καθημερινότητας του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Όσοι δουλεύουν ακόμη στα νοσοκομεία, έχουν ξεχάσει το ρεπό, δουλεύουν ασταμάτητα και κάτω από δυσμενείς συνθήκες εργασίας και φέρνουν από το σπίτι τους σαπούνι, γάντια και προστασία από τις λοιμώξεις.
Ο πρόεδρος του Νοσοκομείου με υπερηφάνεια δηλώνει ότι επέβαλε «ανώτατο όριο» στις εγχειρήσεις και «ανώτατο όριο στο κόστος κάθε εγχείρησης».
Αυτό σημαίνει πως μόλις επιτευχθεί το «ανώτατο όριο» ο ασθενής είτε καταδικάζεται σε θάνατο είτε πρέπει να αναζητήσει άλλο νοσοκομείο που δεν έχει περάσει το όριο. Φυσικά υπάρχει πάντα και η διέξοδος της ιδιωτικής κλινικής με το απαγορευτικό κόστος.
Στο μικρό, γκρίζο, σκοτεινό γραφειάκι του γιατρού, στο δημόσιο νοσοκομείο της τριτοκοσμικής χώρας που λέγεται Ελλάδα, η «διαπραγμάτευση» συνεχίζεται.
Το «δωράκι» του γιατρού προηγείται της υγείας του ασθενούς…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου