Για να πληρώνουν σχεδόν αποκλειστικά λογαριασμούς, ενοίκια και φόρους αποδεικνύεται ότι δουλεύουν οι περισσότεροι Έλληνες. Τα λεγόμενα «πάγια» έξοδα, που δυστυχώς κανένας δεν μπορεί να αποφύγει, «πνίγουν» κυριολεκτικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς σε σημείο που για τους περισσότερους να μη μένουν παρά ελάχιστα χρήματα για άλλες αγορές, αποταμίευση ή διασκέδαση.

Μάλιστα για ένα σημαντικό κομμάτι πολιτών, οι λογαριασμοί και οι φόροι ξεπερνάνε ακόμα και το μπάτζετ που διαθέτει το νοικοκυριό για να «βγάλει» τον μήνα.

Στο ανησυχητικό αυτό συμπέρασμα καταλήγει έρευνα του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ).

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, τρία στα τέσσερα νοικοκυριά ξοδεύουν πάνω από το 80% του μηνιαίου εισοδήματός τους. Οι δαπάνες που «εξαφανίζουν» τα εισοδήματα είναι, μεταξύ άλλων, οι λογαριασμοί (25%), οι αγορές προϊόντων (25%), οι φόροι (19%) και τα ενοίκια (14%).

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 10% των νοικοκυριών ξοδεύει μηνιαίως πάνω από το 100% του εισοδήματός του. Αυτό σημαίνει πρακτικά «ότι δανείζεται με κάποιον τρόπο για να καλύψει τις ανάγκες του» επισημαίνει ο ΣΕΛΠΕ.

Η οικονομική στενότητα που τα περισσότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν οδηγεί στο να κυνηγούν προσφορές και εκπτώσεις, ενώ το διαδίκτυο έχει όλο και αυξανόμενη διείσδυση στις λιανικές πωλήσεις. Πάντως σίγουρα έξι στους δέκα καταναλωτές ενημερώνονται από το διαδίκτυο πριν αγοράσουν.
Το 10% δανείζεται
Κατ’ αρχάς καταγράφεται η οικονομική πίεση που αντιμετωπίζει το ελληνικό καταναλωτικό κοινό. Συγκεκριμένα, το 74% του κοινού ξοδεύει πάνω από το 80% του διαθέσιμου εισοδήματος του σε μηνιαία βάση, ενώ το 10% ξοδεύει πάνω από το 100%, πρακτικά δηλαδή δανείζεται με κάποιον τρόπο για να καλύψει τις ανάγκες του.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δαπάνες για τους μηνιαίους λογαριασμούς ανέρχονται στο 25% του εισοδήματος, όσο και οι δαπάνες για αγορές προϊόντων. Οι φόροι ακολουθούν με 19% και οι υπηρεσίες με 15%. Αθροιστικά οι πάγιες δαπάνες σε λογαριασμούς και φόρους ανέρχονται κατ’ εκτίμηση στο 44% του διαθέσιμου εισοδήματος.

Ενώ η τάση και στις δύο αυτές κατηγορίες δαπανών είναι να αυξηθούν, όπως καταγράφεται στον δείκτη τάσης μεταβολής δαπανών, έναντι των δαπανών σε αγορές προϊόντων και υπηρεσίες για τις οποίες η τάση είναι αρνητική.

Όσον αφορά την κατανομή των λιανικών αγορών στις παραπάνω δαπάνες, όπως καταγράφεται στα στοιχεία, η κύρια κατηγορία αγορών είναι τα τρόφιμα και ποτά με ποσοστό 41%. Ακολουθεί η εστίαση με 12%, τα είδη ρουχισμού με 10% και τα φάρμακα με 8%. Έπιπλα και παιχνίδια – είδη δώρων έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά με 3%.

Η σημασία των κατηγοριών, αλλά και γενικότερα η σημασία των αγορών στην καθημερινότητα του κοινού καταγράφεται στον μέσο αριθμό επισκέψεων για την πραγματοποίηση λιανικών αγορών ανά έτος.

Συγκεκριμένα 118 ημέρες ανά έτος πραγματοποιούνται κατά μέσον όρο αγορές τροφίμων και ποτών (περίπου 3 ημέρες την εβδομάδα) και ακολουθούν 66 μέρες η εστίαση, (περίπου 1 ημέρα την εβδομάδα) και τα φάρμακα με 15 ημέρες ανά έτος.
Σημαντικό ρόλο στην επισκεψιμότητα καταγράφεται να έχει η τάση των καταναλωτών να αναζητούν προσφορές και εκπτώσεις. Όπως φαίνεται από τα συμπεράσματα της μελέτης, το 63% του κοινού δηλώνει ότι «κυνηγάει τις προσφορές», ενώ μόλις το 7% δεν το κάνει. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 58% του κοινού περιμένει τις προσφορές και τις εκπτώσεις για να πραγματοποιήσει αγορές, κάτι που δείχνει και το πόσο επηρεάζεται η πορεία του κύκλου εργασιών των εταιρειών του λιανεμπορίου μέσα στον χρόνο.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που το 64% του κοινού επιθυμεί οι περίοδοι των εκπτώσεων να διαρκούν περισσότερο μέσα στο έτος, κάτι που άλλωστε φαίνεται ότι είναι και η πρόθεση της Πολιτείας.

Τι γίνεται με την «Black Friday»

Χαρακτηριστική είναι και η περίοδος της «Black Friday», η οποία τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται σε μία επιπλέον εκπτωτική περίοδος, η οποία αφορά μεν κυρίως τα ηλεκτρονικά καταστήματα, αλλά πλέον φαίνεται ότι υιοθετείται ευρέως και από τα παραδοσιακά κανάλια διάθεσης.
Πλέον, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας (στοιχεία μέχρι πέρυσι), το 9% των αγορών των καταναλωτών πραγματοποιείται μέσω Διαδικτύου, το οποίο σε κάποιες κατηγορίες, όπως, π.χ., τα εισιτήρια, ανέρχεται ακόμα και στο 42%. Οι αγορές ηλεκτρονικών ειδών και ειδών ρουχισμού φαίνεται να ξεχωρίζουν με ποσοστά μέσω διαδικτύου ύψους 23% και 14% αντίστοιχα.
Βέβαια, πλέον ο ρόλος του διαδικτύου στις λιανικές πωλήσεις είναι πολύ πιο περίπλοκος από απλά ένα επιπλέον κανάλι αγορών, καθώς επηρεάζει έντονα και τις αγορές από τα παραδοσιακά καταστήματα.
Το 59% του κοινού ενημερώνεται συστηματικά από το διαδίκτυο πριν κάνει αγορές, ενώ το 47% πρώτα ψάχνει στο διαδίκτυο και μετά προβαίνει σε αγορά από το παραδοσιακό κατάστημα – ποσοστό πολλαπλάσιο αυτού που ολοκληρώνει την αγορά μέσω διαδικτύου. Βέβαια καταγράφεται και η αντίστροφη τάση, με το 21% του κοινού να δηλώνει ότι επισκέπτεται φυσικά καταστήματα πριν τελικά αγοράσει μέσω ηλεκτρονικού καταστήματος.
Παράλληλα, τα ψηφιακά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών καταστημάτων φαίνεται ότι αποκτούν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στη διαδικασία επιλογής τους από τον καταναλωτή. Η βαθμολογία ενός καταστήματος στα social media είναι σημαντική για το 38% των καταναλωτών, η επικοινωνία με ψηφιακά μέσα για το 36% και η διάθεση δωρεάν wi-fi για το 38%.

Η έρευνα πραγματοποιείται με την επιστημονική υποστήριξη του εργαστηρίου ELTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η πρώτη έρευνα πραγματοποιήθηκε την περίοδο 19-29 Οκτωβρίου μέσω Πανελλήνιας Έρευνας Καταναλωτών με δείγμα 995 καταναλωτές από όλη την Ελλάδα και καταγράφει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα συμπεράσματα σε σχέση με τις αγοραστικές συνήθειες του κοινού.





topontiki.gr