της Ρένας Μάνου

Πρεπει επιτέλους να ξεκαθαρίστει το θέμα σχετικά με τον όρο ‘Πτώχευση’, που τον ακούμε συνέχεια στα κανάλια και μας προκαλεί τρόμο. Ο όρος αυτός στην οικονομική θεωρία δεν έχει το ίδιο νόημα με αυτό που δίνεται όταν πχ λέμε ότι ένας άνθρωπος πτώχευσε. Όταν λέμε ότι κάποιος πτώχευσε, συνήθως εννούμε ότι έχασε τα πάντα. Λεφτά, ακίνητα, τα πάντα. Δεν έχει μία. Στο χώρο των οικονομικών όμως, ο όρος  ‘default’ σημαίνει ότι κάποιος (άτομο, επιχείρηση, χώρα) δεν ανταποκρίθηκε στους όρους μιας οικονομικής συμφωνίας. Δηλαδή ο ελληνικός όρος ‘πτώχευση’ όσον αφορά τα οικονομικά δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε μία και ότι τα χάσαμε όλα, αλλά απλά ότι ή δηλώσαμε ότι δεν πρόκειται να
πληρώσουμε κάποιο ή όλο το μέρος των υποχρεώσεών μας (ασχέτως εάν μπορούμε ή όχι να τα πληρώσουμε).

Γι αυτό άλλωστε οι αγορές και όλοι οι οικονομικοί αναλυτές θεωρούν ότι όσον αφορά την Ελλάδα δεν είναι θέμα ‘αν θα πτωχεύσει’ αλλά ‘πότε θα πτωχεύσει’, δηλ δεν χρειάζεται να μην έχει τίποτα απλά να μην πληρώσει μέρος του χρέους.
Ενα πολύ βασικό σημείο οικονομικής θεωρίας, το οποίο διδάσκεται από την πρώτη χρονιά στους μαθητές οικονομικών ειναι πως το κράτος έχει 2 κυρίως τρόπους για να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση και να αποφύγει ύφεση: Την νομισματική πολιτική και τον καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών.Ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι απλά το πόσο ισχυρό είναι το νόμισμά σου σε σχέση με αυτό των άλλων χωρών. Μία χώρα που έχει το δικό της νόμισμα, μπορεί  να λαμβάνει μέτρα ώστε να αυξομειώσει αυτή την αξία, ανάλογα με την οικονομική στρατηγική που θέλει να ακολουθήσει.
Σε μία οικονομική κρίση, πχ, θα θέλει το νόμισμά της να είναι αδύναμο. Αυτό κάνει τα προιόντα της να φαίνονται φτηνότερα σε σχέση αντίστοιχων από χώρα με ισχυρό νόμισμα (με αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών). Κάνει επίσης το εργατικό κόστος να είναι χαμηλότερο, επομένως αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα σε σχέση με άλλα κράτη (πχ  ξένες εταιρίες προτιμούν να έχουν εργοστάσια, γραφεία κλπ στη χώρα αυτή λόγω του χαμηλού εργατικού κόστους).
Η νομισματική πολιτική είναι τα μέτρα που λαμβάνει μία κυβέρνηση προκειμένου να επηρεαστεί η οικονομική δραστηριότητα. Πχ όταν ο πληθωρισμός αυξάνεται, η κεντρική τράπεζα θα αυξήσει τα επιτόκια, κάνωντας το δανεισμό να είναι ακριβός. Αυτό ενθαρύνει την αποταμίευση και μειώνει την κατανάλωση, μειώνοντας την αύξηση πληθωρισμού. Σε περίοδο οικονομικής ύφεσης, η κεντρική τράπεζα θα μειώσει τα επιτόκια. Με αυτό τον τρόπο οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν με χαμηλό κόστος, και να δανείσουν με χαμηλό κόστος. Ως αποτέλεσμα, χρήμα κυκλοφορεί στην αγορά αναζωογονόντας την οικονομία.
Το πρόβλημα που έχει η Ελλάδα, αλλά και κάθε χώρα της Ευρωζώνης, είναι το εξής:  Για να μπορεί μια χώρα να καθορίσει την συναλλαγματική ισοτιμία της και τη νομισματική πολιτική της ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑ. Και αυτό γιατί και οι 2 αυτοί τρόποι χρειάζονται την κεντρική τράπεζα της χώρας να καθορίζει την ανάλογη ροή χρήματος στην αγορά.

Με το που η Ελλάδα μπήκε στην Ευρωζώνη, ουσιαστικά παρέδωσε τις αποφάσεις αυτές στην Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Και εδώ αρχίζει το πρόβλημα. Σε περίπτωση οικονομικής κρίσης η χώρα της Ευροζώνης δε μπορεί να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη οικονομική πολιτική που θα την βοηθήσει να ξεπεράσει την κρίση, γιατί πρέπει πάντα να βαδίζει στους στόχους της συμφωνίας της Ευρωζώνης.
Το άλλο πρόβλημα είναι ότι η ίδια η ΕΚΤ δεν λειτουργεί όπως μια κεντρική τράπεζα θα έπρεπε να λειτουργεί. Πχ στις ΗΠΑ αν η πολιτεία της Αριζόνα έχει οικονομική κρίση, η κεντρική τράπεζα θα την βοηθήσει οικονομικά από τα έσοδα που έχει εισπράξει από όλες τις 50 πολιτείες. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται με την ΕΚΤ. Ουσιαστικά, μια χώρα της Ευρωζώνης σε κρίση είναι μόνη της. Η ΕΚΤ της δανείζει λεφτά, αλλά απαιτεί και σκληρά μέτρα. Δηλ, αντίθετα με τις ΗΠΑ, οι άλλες χώρες τις Ευρωζώνης δεν είναι διατεθημένες να βοηθήσουν από την τσέπη τους τη χώρα σε κρίση.
Έτσι, λοιπόν, η Ελλάδα δεν μπορεί χωρίς δικό της νόμισμα να καθορίσει συναλλαγματική ισοτιμία (δηλ να κάνει το νόμισμά της πιο φτηνό) αλλά ούτε και νομισματική πολιτική (δηλ να δανείσει τις τράπεζές τις με πολύ χαμηλό επιτόκιο ώστε να υπάρχει χρήμα στην αγορά). Ως αποτέλεσμα ο μόνος τρόπος είναι ο καταστροφικός τρόπος που βλέπουμε:  Εφόσον δε μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμα, υποτιμεί τους μισθούς και τις συντάξεις. Κάτι τέτοιο φέρνει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που χρειάζεται.
Μία άλλη αξιόλογη παρατήρηση είναι ότι το ποσοστό του διαπραγματεύσιμου χρέους μειώνεται και αυτό του μη διαπραγματεύσιμου αυξάνεται. Διαπραγματεύσιμο χρέος είναι το χρέος που μπορεί το κράτος να επαναγοράσει πίσω σε χαμηλότερη τιμή στις διεθνής αγορές, μια και η τιμή του (σε μορφή ομολόγων) αυξομειώνεται.  Με το διαπραγματεύσιμο χρέος  έχεις επίσης τη δυνατότητα να δηλώσεις αδυναμία εξυπηρέτησης του συνόλου του χρέους σου, να διαπραγματευτείς με τους ομολογιούχους και να «κουρέψεις» μονομερώς το χρέος σου δηλαδή να κάνεις το περίφημο πλέον «haircut” .

Οι πιστωτές σου, αγοράζοντας τα ομόλογα σου, ανέλαβαν ένα ρίσκο το οποίο αξιολόγησαν και αποφάσισαν να αγοράσουν. Καθόλη τη διάρκεια των ομολόγων, είχαν και έχουν τη δυνατότητα να τα πουλήσουν στη δευτερογενή αγορά, άλλοτε κερδίζοντας άλλοτε χάνοντας. Χαρακτηριστικό είναι ότι το Δεκέμβριο 2009 το ποσοστό διαπραγματεύσιμου χρέους ήταν 94,8%.Βλέπουμε λοιπόν ότι με την είσοδό μας στο Μνημόνιο, περιορίστηκε σταδιακά και η δυνατότητα επαναπραγμάτευσης του χρέους, με το να αυξάνεται το ποσοστό μη διαπραγματεύσιμου χρέους.

Με πολύ απλά λόγια,  για να μειωθεί ή και να αποπληρωθεί το χρέος μια χώρα θα πρέπει :

1.  Να έχει οικονομική ανάπτυξη (που μετριέται με το ΑΕΠ), έτσι ώστε όσο πιο μεγάλη η ανάπτυξη τόσο πιο πολλά τα έσοδα (πχ από φόρους, ΦΠΑ, κλπ), και

2.   Να έχει δημοσιονομικό πλεόνασμα (δηλ τα έσοδα του κράτους να είναι μεγαλύτερα από τα έξοδα) ή το δημοσιονομικό έλλειμα να είναι τόσο μικρό ώστε να μην υπάρχει δυσκολία αποπληρωμών των επιτοκίων του χρέους αλλά και των δανείων που λίγουν.