Κοινά ονόματα: Κόνυζα, Ακονυζία, Κόνυζο, Νεροκόνυζο, Νεροκολλησιά, Ψυλλήθρα, Ψυλλίστρα.
Θεωρείται φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό φυτό. Το υπέργειο
τμήμα του θεωρείται από την λαϊκή ιατρική εντομοκτόνο, μαλακτικό,
διουρητικό, αποχρεμπτικό και εμμηναγωγό. Επίσης, φυτό βαφικό που δίνει
ωραίες πράσινες αποχρώσεις.
Ο Διοσκουρίδης μας την περιγράφει και αναφέρει τις χρήσεις της:
Η μία καλείτε μικρή και είναι πιο αρωματική, ενώ η άλλη είναι
μεγαλύτερη και υπερέχει στο μέγεθος του θάμνου και στα φύλλα είναι
πλατύτερη και βαρύοσμος.
Αμφοτέρων μοιάζουν στα φύλλα με την ελιά, είναι όμως χνουδωτά και στιλπνά.
Η μεγαλύτερη έχει ύψος βλαστού δύο πήχες, ενώ η μικρότερη ένα πόδι και
άνθος κίτρινο, αραιό, ελαφρώς πικρό, με θύσανο, ενώ οι ρίζες είναι
άχρηστες.
Φυτρώνει δε και τρίτο είδος κόνυζας, με πιο παχύ και μαλακό βλαστό,
μεγαλύτερο στα φύλλα από τη λεπτή, μικρότερο από τη μεγάλη, όχι λιπαρό,
με πιο βαριά και αηδιαστική μυρωδιά και λιγότερο δραστικό. Φυτρώνει σε
υγρούς τόπους.
Τα φύλλα γίνονται με ωφέλεια κατάπλασμα στα δαγκώματα από φίδια στις νεοπλασίες και στα τραύματα.
Μαζί με κρασί πίνεται το άνθος και τα φύλλα για την πρόκληση της
έμμηνου ρύσεως, την αποβολή των εμβρύων, τη στραγγουρία, τους κολικούς
και τον ίκτερο, ενώ όταν πίνονται μαζί με ξύδι βοηθάνε τους
επιληπτικούς και το αφέψημά τους με ατμόλουτρα θεραπεύει τις παθήσεις
της μήτρας.
Ο χυμός της αν εισαχθεί με βύσμα, προκαλεί εκτρώσεις. Το φυτό εάν
επαλείφεται μαζί με λάδι κάνει καλό στα ρίγη. Η λεπτή θεραπεύει και τους
πονοκεφάλους εάν γίνει κατάπλασμα.
Στην εποχή μας σύμφωνα με την πιο κάτω διπλωματική εργασία, η
κόνυζα απέδειξε και την φυτοπροστατευτική της δράση έναντι παθογόνων
μικροοργανισμών
Επίδραση του λυοφιλιωμένου υδατικού εκπλύματος του επιεφυμενιδικού
υλικού του φυτού Dittrichia viscosa στην in vitro και in planta ανάπτυξη
φυτοπαθογόνων μικροοργανισμών
Από τις προηγούμενες ενότητες προκύπτει ότι το
φυτοπροστατευτικό δυναμικό του επιεφυμενιδικού εκκρίματος του φυτού D.
Viscosa είναι υψηλό και κατά περίπτωση θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει
παράγοντα προστασίας καλλιεργούμενων φυτών έναντι φυτοπαθογόνων
μικροοργανισμών.
Περαιτέρω, η χρήση σκευασμάτων φυτικής προέλευσης προσφέρει
συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι συνθετικών χημικών σκευασμάτων, όπως :
( α) η μείωση της πιθανότητας ανάπτυξης ανθεκτικότητας του παθογόνου,
καθώς το φυτοπροστατευτικό αποτέλεσμα στηρίζεται στην συνδυασμένη δράση
πολλών διαφορετικών ουσιών οι οποίες πιθανώς να παρουσιάζουν
περισσότερους του ενός τρόπους δράσης επί του συγκεκριμένου
μικροοργανισμού
(β) η απουσία δυσμενών περιβαλλοντικών επιδράσεων και
(γ) η απάλειψη παρενεργειών επί της υγείας των εκτρεφόμενων ζώων και
του ανθρώπου από την χρήση συμβατικών φυτοπροστατευτικών ουσιών.
Ωστόσο, η πιθανή χρήση του υλικού αυτού στην φυτοπροστασία προϋποθέτει
ευκολία παραλαβής και εφαρμογής, διαπίστωση της προστατευτικής δράσης
του έναντι φυτοπαθογόνων μικροοργανισμών in planta και απουσία δυσμενών
επιδράσεων επί του προστατευόμενου φυτού.
Σχετικά με την μέθοδο εφαρμογής του, επιλέχθηκε η λυοφιλίωση του
παραλαμβανόμενου (μέσω υδατικής έκπλυσης του υπέργειου τμήματος του
φυτού D. viscosa) φυτικού υλικού.
Πριν την εφαρμογή, ορισμένη μάζα λυοφιλιωμένου υλικού διαλύεται σε νερό
ώστε να προκύψει το εφαρμοζόμενο διάλυμα. Το λυοφιλιωμένο υλικό
δοκιμάστηκε επί της in vitro ανάπτυξης φυτοπαθογόνων μικροοργανισμών με
ευρύ γεωπονικό ενδιαφέρον.
Με βάση τις in vitro βιοδοκιμές μυκηλιακής ανάπτυξης, αξιολογήθηκε η
ικανότητα του λυοφιλιωμένου υλικού να αποτρέπει την προσβολή φυτών και
καρπών αγγουριάς από τον μύκητα B. cinerea. Για την επιλογή του μύκητα
B. cinerea λήφθηκε υπ’ όψη το γεγονός ότι αποτελεί ένα φυτοπαθογόνο με
ευρύτατο κύκλο ξενιστών στους οποίους περιλαμβάνονται φυτικά είδη με
σημαντικό γεωπονικό ενδιαφέρον όπως κηπευτικά και καλλωπιστικά είδη σε
υπαίθριες και θερμοκηπιακές καλλιέργειες αλλά και φυτικά είδη δενδρωδών
καλλιεργειών καθώς και το αμπέλι (Gjaerum et al., 1988; Agrios, 2005).
Επιπλέον, ο κίνδυνος της ανάπτυξης ανθεκτικότητας έναντι μυκητοκτόνων
με συγκεκριμένο τρόπο δράσης αποτελεί υπαρκτό πρόβλημα στην αντιμετώπιση
της ασθένειας της γκρίζας μούχλας και έχει αναφερθεί για συγκεκριμένες
κατηγορίες μυκητοκτόνων (Leroux et al., 1999; Ziogas et al., 2005;
Markoglou et al., 2006). Με βάση την αποτελεσματικότητα του
λυοφιλιωμένου υλικού κατά τις in vitro δοκιμές, επιλέχθηκε η εφαρμογή
της δόσης των 6 mg ml-1 η οποία αντιστοιχεί στο εξαπλάσιο της δόσης
προσομοίωσης.
Η αποτελεσματικότητα του λυοφιλιωμένου υλικού στην
παραπάνω δόση συγκρίθηκε με την αποτελεσματικότητα του εμπορικού
σκευάσματος Teldor, ενός ευρέως εφαρμοζόμενου για το συγκεκριμένο
φυτοπαθογόνο εμπορικού μυκητοκτόνου, το οποίο
χρησιμοποιήθηκε επίσης σε δόση 6 mg ml-1 (αντιστοιχεί σε συγκέντρωση
δραστικής ουσίας 3 mg ml-1 η οποία είναι διπλάσια της μέγιστης
συνιστώμενης).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η εφαρμογή του λυοφιλιωμένου
υλικού είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της εξέλιξης έως και την πλήρη
παρεμπόδιση της σήψης των κοτυληδόνων ή των καρπών του φυτού από τον
μύκητα η οποία ήταν κατά περίπτωση ανάλογη ή ανώτερη αυτής του
μυκητοκτόνου Teldor.
.ftiaxno.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου