Προτείνουν νομιμοποίηση της προδοσίας εις βάρος του Ελληνικού Κράτους με νομοπαρασκευαστικά "ακαταλόγιστα" για βλαπτικές διεξαγωγές υποθέσεων με ξένες κυβερνήσεις
Φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητο το γεγονός πως η πρόταση κατάργησης του αρθ. 151 του ποινικού κώδικα είναι απολύτως φωτογραφική της υπόθεσης για τη συμφωνία των Πρεσπών, όπως και για περιπτώσεις που αφορούν τις μνημονιακές συμβάσεις. Οι αλλαγές στο κεφάλαιο «Προδοσία της χώρας» του ποινικού κώδικα με την κυβέρνηση να προτείνει την κατάργηση του άρθρου δείχνει και ενδεχόμενη πρόθεση εκκίνησης κάποιων άλλων υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής και για κάποιον ακατανόητο λόγο η κυβέρνηση επιδιώκει να φέρει αφού έχει καταργήσει το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο. Αυτό μπορεί να εκληφθεί και ως παραδοχή εκχώρησης κυριαρχίας και πρόθεση πρόκλησης ζημίας εις βάρος της Χώρας με τους υπαίτιους να επιδιώκουν την αποφυγή νομικής επίπτωσης για τους ίδιους.
Μόνο στη συγκάλυψη και νομοπαρασκευστική υποκειμενικοποίηση δυσβάστακτων, επονείδιστων πολιτικών αποφάσεων και επικείμενων υποθέσεων εκχωρήσεως εθνικής κυριαρχίας φαίνεται πως αποσκοπεί η συγκεκριμένη πρόταση αλλαγών από την κυβέρνηση στον ποινικό κώδικα, μεθοδεύοντας να αφήσει ανέλεγκτους τους «πληρεξούσιους του ελληνικού Κράτους» για τα εθνικά θέματα. Εδώ να υπενθυμίσουμε πώς ο τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς ο οποίος υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών, έγινε παρά τις διαμαρτυρίες και αντιδράσεων των Ελλήνων, χωρίς να έχει λάβει εξουσιοδότηση από τη Βουλή, η οποία εκ των υστέρων κύρωσε χωρίς να της έχει δοθεί δικαίωμα τροποποίησης των ήδη υπογεγραμμένων από τον υπουργό διατάξεων.
Για να δούμε όμως καλύτερα από οπτική δικαίου και εννοιών το θέμα επικεντρωμένα σχετικά με το νομοθετικό πλαίσιο του αρθ.151 του ποινικού κώδικα, που μέχρι σήμερα και που είναι σε ισχύ, έχει ως εξής: “Όποιος ως πληρεξούσιος του ελληνικού κράτους ή συμμάχου του, διεξάγει με κάποια άλλη κυβέρνηση υποθέσεις του εντολέα του με πρόθεση κατά τέτοιο τρόπο που μπορεί να προκύψει βλάβη για τον εντολέα, τιμωρείται με κάθειρξη”.
Ο σκοπός του άρθ. 151,που εντάσσεται με τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα στο κεφάλαιο «Προδοσία της χώρας», είναι να μην δρούνε ανεξέλεγκτα εκπρόσωποι του κράτους και να μην μπορούν να εκμεταλλευτούν εις βάρος της Χώρας τη θέση τους και την “δύναμη” που απορρέει από αυτή.
Το νομικό πλαίσιο είναι διατυπωμένο με σαφήνεια αφού για συγκεκριμένους λόγους που μπορούν άλλωστε να εντοπίσουν και να κρίνουν εισαγγελείς και δικαστές, υπάρχει περίπτωση κάποιος πληρεξούσιος εκμεταλλευόμενος τη θέση του, να διεξάγει υπόθεση με τρόπο που προκύπτει βλάβη στον εντολέα εμπίπτοντας έτσι σε αυτόν τον νόμο ή και σε άλλα άρθρα του ίδιου κεφαλαίου "Προδοσίας της Χώρας".
Οι διαχωριστικές γραμμές και οι (έστω κατ΄επίφαση) προεκλογικές δεσμεύσεις μεταξύ των κομμάτων στον κοινοβουλευτισμό κινούνται πάντα σε οικονομικά και εθνικά θέματα, κυρίως σε επίπεδο συμφωνιών με άλλα κράτη, αποτελώντας ουσιαστικά αυτές οι δύο παράμετροι το σύνολο και την ουσία του πολιτικού σχεδιασμού κάθε κόμματος και των (έστω κατ΄ επίφαση) εξαγγελιών και έπειτα της άσκησης πολιτικής όταν κάποιο κόμμα και άρα οι πληρεξούσιοι του εντολέα ανέρχονται δια των εκλογικών διαδικασιών σε θέσεις εξουσίας.
Ακόμα και άλλες παραμέτρους εάν εξετάσουμε, ή ακόμα και τις ντιρεκτίβες διεθνών θεσμών, αυτές εμπεριέχονται και συνίστανται εμμέσως ή άμεσα σε αυτές των υποθέσεων του οικονομικού και διεθνούς διπλωματικού τομέα πολιτικής της Χώρας.
Αυτό το περιεχόμενο με τις λειτουργίες και συνταγματικά καθιερωμένους και εγκαθιδρυμένους θεσμούς που κατά το σύνταγμα πηγάζουν εκ της λαϊκής κυριαρχίας συνθέτει τον κοινοβουλευτισμό και άρα το εμπεριεχόμενο πολιτικό πρόγραμμα κάθε κόμματος σε σχέση υποτίθεται με τον αυτοπροσδιορισμό πολιτικό-ιδεολογικού χώρου που ανήκει και τις προεκλογικές δεσμεύσεις προς τις μερίδες των ψηφοφόρων οι οποίοι μια δεδομένη στιγμή εκφράζονται από τις δεσμεύσεις των κομματικών αντιπροσώπων, υπό τον παράγοντα της λαϊκής κυριαρχίας όσον αφορά ιδίως σοβαρά θέματα.
Η πληρεξουσιότητα ως έννοια δεν περιορίζεται μόνο στο συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο του ποινικού κώδικα, αλλά ετυμολογικά πρεσβεύει συνεπώς τη νομιμοποίηση μέσω εκλογών μιας κυβέρνησης και κατά συνέπεια εννοιολογικά και πολιτειακά παρεμφερώς την εξουσιοδότηση της πολιτική της, εκπροσωπώντας οι "πληρεξούσιοι" το κράτος. Σε κάθε μορφή πολιτεύματος και κυβερνητικού συστήματος υπάρχουν αντιστοίχως εντολείς και "πληρεξούσιοι", με τη διαφορά πως σε δημοκρατικά πολιτεύματα η έννοια της "κατάχρησης" έχει διαφορετική σημασία από εκείνη που δίνεται σε απολυταρχικά συστήματα και δικτατορίες, διότι σε ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν υπάρχουν εκλογικές διαδικασίες για να ορίζονται και να εναλλάσσονται πληρεξούσιοι μέσω εκλεγμένων κομμάτων όπως αντιθέτως γίνεται στην αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Η βαθύτερη πολιτειακή και εθνική προέκταση και προϋπάρχων περιεχόμενο της έννοιας ήταν η αιτία να συνταχθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το συγκεκριμένο άρθρο και δεν είναι η έννοια περιορισμένη μεμονωμένη "ρηχή" νοηματική απόρροια του ίδιου του άρθρου κάποια δεδομένη στιγμή.
Το άρθρο 151 εντάσσεται στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα στο κεφάλαιο «Προδοσία της χώρας» όσον αφορά ιδίως τις σοβαρότατες εννοιολογικές προεκτάσεις περιεχομένου που κάποιοι πιστεύουν και νομίζουν πως είναι σε θέση να υποκειμενικοποιήσουν. Να αναφέρουμε πως δεν εξετάζουμε τυχόν "νεολογισμούς" ή "αξιολογικές" έννοιες.
Με απλά λόγια, η πρόταση της κυβέρνησης υπονοεί εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν υφίσταται κατάχρηση εις βάρος της έννοιας της πληρεξουσιότητας, νομιμοποιώντας έτσι ατύπως μια αντίθετη έννοια, την "κατάχρηση εξουσίας". Η πρόταση για το συγκεκριμένο πλαίσιο φαίνεται πως επιζητά την υποκειμενικοποίηση της αρνητικής σημασίας της έννοιας "κατάχρηση" νομιμοποιώντας αντικαταστατικά το αξιόποινο της κατάχρηση πληρεξουσιότητας, που με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο επισύρει ποινή.
Εδώ να επισημάνουμε πως με αυτόν τον περίτεχνο τρόπο αναιρείται η ισχύς του συντάγματος και των ελευθεριών και δίνεται άλλοθι μέσω μετατροπής του ποινικού κώδικα και των ποινών που ορίζονται προς το ηπιότερο και συνταγματικών μεταβολών να υποκειμενικοποιείται η ισχύς της λαϊκής κυριαρχίας και οι εξουσίες που απορρέουν, αλλά και να αλλοιώνεται το είδος της σχέσης της λαϊκής κυριαρχίας με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αφού δίνεται το ελεύθερο μέσω διαγραφής νόμων ή πρόσθετων αοριστιών να περιστέλλονται οι ελευθερίες και να περιορίζεται η άσκηση της εθνικής κυριαρχίας. Βέβαια ήδη γίνεται μέσω του άρθρου 28 του συνάγματος το οποίο θέτει σε ισχύ όρους περιορισμού ασκήσεως εθνικής κυριαρχίας.
Η σοβαρότερη, νομική διασφαλιστική δικλείδα η οποία δεσμεύει την αξιοπιστία μεταξύ εντολέα και κατ΄επέκταση της λαϊκής κυριαρχίας για μείζονος σημασίας θέματα υποθέσεων με ξένες κυβερνήσεις στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι το άρθρο 151 του ποινικού κώδικα. Δεν υπάρχει εξάλλου και άλλη διασφαλιστική δικλείδα σαν κάποιο νομοθετικό πλαίσιο όσον αφορά την πρόληψη και αποτροπή, ή ποινή για εκπροσώπους του κράτους που δρούνε ανεξέλεγκτα και εκμεταλλεύονται εις βάρος της χώρας τη θέση τους και την “δύναμη” που απορρέει από αυτή.
Πως είναι αδύνατον να υπάρχει κάποιο νόημα αντικειμένου των επί μέρους λειτουργιών και θεσμών διάρθρωσης του ίδιου του κοινοβουλευτισμού σε σχέση με τη λαϊκή κυριαρχία όταν απουσιάζει ένα σοβαρότατο πλαίσιο αποτροπή πιθανής κατάχρησης πληρεξουσιότητας και ποινικής δίωξης σε "πληρεξούσιους" που αποφασίζουν χασματικά και διχαστικώς, αλλά και επιβλαβώς προς την εθνική κυριαρχία και τα συμφέροντα του εντολέα και γενικότερα εις βάρος της χώρας;
Πώς γίνεται να υπάρξει κάποια στοιχειώδη εμπιστοσύνη στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και κομματικούς εκπροσώπους όταν (δια της απουσίας νομοθετικού αποτρεπτικού ή και ποινικού πλαισίου) δίνεται η δυνατότητα καθεστωτικής αυθαιρεσίας φέρουσας χαρακτηριστικά κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος χωρίς καμία ευθύνη και επίπτωση στην περίπτωση που πληρεξούσιοι, γενικότερα υπαίτιοι επιβλαβών αποφάσεων από υπουργικές θέσεις εξουσίας προδίδουν τον εντολέα;
Οι "πληρεξούσιοι" αυτής της κυβέρνησης ή μέσω σχηματισμού άλλης κυβέρνησης υπαινίσσονται πως θα προχωρήσουν σε διεξαγωγή υποθέσεων με άλλο κράτος με πρόθεση ( και μάλιστα αντικειμενικά εκλαμβανόμενης και οριζόμενης) πρόκλησης βλάβης στο οικονομικό και γεωστρατηγικό εθνικό συμφέρον του εντολέα;
Το αρθ. 151 του ποινικού κώδικα εκλαμβάνεται ως κάποιο εμπόδιο από τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, τον υπουργό δικαιοσύνης και συνολικά την κυβέρνηση για την επίτευξη κάποιας υποτιθέμενης σύγχρονης δημοκρατίας; Eάν ναι, ποιος επ΄ακριβώς ο λόγος σε σχέση με την επίτευξη πολιτικής που επιδιώκει κάποιο εθνικό συμφέρον;
΄H μήπως αυτό το νομοθετικό πλαίσιο εκλαμβάνεται ως ένα "ενοχλητικό ανάχωμα" από κάποια αλλότρια συμφέροντα και αλλότριες και ζημιογόνες προθέσεις;
Σε τι αποσκοπεί εν τέλει η τμηματική υποκειμενικοποίηση πράξεων προδοσίας της Χώρας από "πληρεξούσιο" που διεξάγει με κάποια άλλη κυβέρνηση υποθέσεις με πρόθεση κατά τέτοιο τρόπο που μπορεί να προκύψει βλάβη εις βάρος του εντολέα;
Μόνο ως παραδοχή συνειδητών αποφάσεων μειοδοτικών εκχωρήσεων σε υποθέσεις με ξένες κυβερνήσεις και επομένως πρόθεση απροκάλυπτης κατάλυσης λαϊκής κυριαρχίας και κατάχρησης εξουσίας εκλαμβάνεται η πρόταση κατάργησης αυτού ( καθώς και σε συνδυασμό με άλλα του ίδιου κεφαλαίου π.κ.) του νομοθετικού πλαισίου καθιστώντας εξαιρετικά ύποπτο ως προς το μεγαλύτερο μέρος του το εγχείρημα της κυβέρνησης για τον νέο ποινικό κώδικα.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου